Ἐπανασύσταση σχέσεων κοινωνίας
Τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ
. Μοῦ ζητήθηκαν, μὲ διαυγῆ καλοπιστία, ἐξηγήσεις: τί μπορεῖ νὰ σημαίνει αὐτὸ ποὺ ἔγραφα σὲ προηγούμενη ἐπιφυλλίδα. Πῶς ἂν τὸ πρῶτο ζητούμενο σήμερα εἶναι νὰ ξαναπιστέψει ὁ Ἕλληνας στὸν ἑαυτόν του, δηλαδὴ στὴ δυναμικὴ τῆς ἑλληνικῆς συλλογικότητας, τότε χρειαζόμαστε πρωτίστως ὄχι ἰδιοφυῆ πρωθυπουργό, ἀλλὰ αὐθεντικὸ ἀρχιεπίσκοπο. Ἔγραφα συγκεκριμένα: «Ἂν τὸ πρῶτο εἶναι νὰ ξαναβρεῖ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία ἐφαλτήριο γιὰ καινούργιο πατριωτικὸ ἅλμα, τότε χρειαζόμαστε ἐκκλησιαστικὸ μπροστάρη ἀνιχνευτή. Νὰ μᾶς δείξει τὴ μετάβαση ἀπὸ τὰ ἰδεολογήματα στὴν ἐρωτικὴ ἐμπειρία, ἀπὸ τὰ ἐκσυγχρονιστικὰ “δῆθεν” στὴν πίστη – ἐμπιστοσύνη. Δὲν ἔχουμε πολιτικούς, ἐπειδὴ δὲν ἔχουμε μπροστάρηδες στὴν πίστη, ἡγέτες ἐκκλησιαστικοῦ ρεαλισμοῦ, ὄχι θρησκειοποιημένων ἰδεολογημάτων. Μὲ θρησκευτικὲς παπαρδέλες καὶ ὠφελιμιστικὸ ἀκτιβισμὸ δὲν ἀνασταίνονται νεκρὲς κοινωνίες».
. Τί σημαίνουν αὐτὰ στὴν πράξη: Σημαίνουν ὅτι ὁ Ἕλληνας εἶναι Ἕλληνας (ὅταν ὑπάρχει τὸ εἶδος), ἐπειδὴ στοὺς ἱστορικοὺς ἐθισμούς του καὶ ἑπομένως στὴ νοο-τροπία του δὲν προέχει ἡ σύμβαση (τὸ «κοινωνικὸ συμβόλαιο»), προέχει ἡ ἐμπιστοσύνη, ἡ πίστη. Καὶ ἡ πίστη – ἐμπιστοσύνη προϋποθέτει προσωπικὲς σχέσεις, κοινωνία σχέσεων. Δηλαδὴ προϋποθέτει τὴν «πόλιν» ἢ τὴ μικρὴ κοινότητα, τὸν «ἔπαινο τοῦ δήμου, τὰ δύσκολα καὶ τ’ ἀνεκτίμητα εὖγε». Ὄχι τὸ ἀπρόσωπο κράτος καὶ τὸν φόβο τοῦ χωροφύλακα ἢ τοῦ μπαμπούλα «Θεοῦ».
. Ἡ Ἑλλάδα σήμερα εἶναι νεκρή, δίχως ἀντανακλαστικὰ ἑτερότητας, διότι εἶναι μόνο κράτος μὲ θεσμικὰ καταργημένη τὴν κοινότητα. Ὁ Ἕλληνας δὲν ἔχει πιὰ καμιὰ ἀπολύτως αἴσθηση τοῦ «ἀνήκειν», τοῦ «μετέχειν», αἴσθηση κοινωνίας.Πιθηκίζοντας πρότυπα ἄσχετα μὲ τὶς ἀνάγκες του, ἔφτιαξε κράτος συγκεντρωτικό, μὲ μεγαλουπόλεις ἀκοινώνητου βίου, ἐκπίπτοντας σὲ τριτοκοσμικὴ καθυστέρηση, ὑπανάπτυξη καὶ φαυλότητα. Πρόσφατα, μὲ δύο διαδοχικὰ ἐν ψυχρῷ ἐγκλήματα, τὸν «Καποδίστρια» καὶ τὸν «Καλλικράτη»,ἐξαλείφθηκε καὶ θεσμικὰ – ἐπίσημα ἡ μικροῦ μεγέθους κοινότητα, χάρη στὴν ὁποία ἐπέζησε ἱστορικὰ ὁ Ἑλληνισμὸς τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
. Τὸ τελευταῖο ἴχνος κοινότητας, λαϊκοῦ σώματος μὲ σχέσεις πίστης –ἐμπιστοσύνης καὶ μὲ ἄξονα συνοχῆς τὸ «ἱερό», εἶναι ἀκόμα στὴν Ἑλλάδα ἡἐνορία. Ἀλλοτριωμένη, παραμορφωμένη, μὲ χαμένο κατὰ κανόνα τὸν ἐκκλησιαστικὸ χαρακτήρα της καὶ μεταποιημένη σὲ τέμενος, κάτι σὰν ὑποκατάστημα τοῦ IKA «διὰ τὴν ἱκανοποίησην τῶν θρησκευτικῶν ἀναγκῶν τοῦ λαοῦ», ὅμως σώζεται ἀκόμα ὡς λαϊκὴ σύναξη καὶ δυνάμει σῶμα. Ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι δὲν ὑπῆρξε ὡς τώρα ἀρχιεπίσκοπος στὸ ἑλλαδικὸ κράτος μὲ ἐπίγνωση τῆς ἀγεφύρωτης ἀντίθεσης Ἐκκλησίας καὶ θρησκείας – ἀτομοκεντρικὴ ἡ θρησκεία, αὐθυπερβατικὴ (κοινωνούμενη, ἐρωτικὴ) ἡ ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πλαίσιο τοῦ μεταπρατικὰ ἐκδυτικισμένου ἑλλαδικοῦ κράτους, τὸ ἐκκλησιαστικὸ γεγονὸς ἔχει ριζικὰ ἀλλοτριωθεῖ σὲ ἀτομοκεντρικὴ θρησκευτικότητα. Ἡ πίστη ἐκλαμβάνεται σὰν ἀτομικὴ ἀγκίστρωση σὲ πεποιθήσεις καὶ ἰδεολογήματα, σὲ παραδοχὲς ἄσχετες μὲ τὴνἐμπειρική τους ἐπαλήθευση, «ὀρθοδοξία» σημαίνει ἐγωκεντρικὴ θωράκιση μὲἀξιωματικὰ «ὀρθὲς» βεβαιότητες. Ἔτσι τὸ κήρυγμα ἐκφυλίζεται σὲ ἰδεολογικὴπροπαγάνδα ἢ σὲ ἠθικιστικὸ ὠφελιμισμό, παπαρδέλες ψυχολογικοῦ εὐσεβισμοῦκαὶ βασανιστικοῦ νομικισμοῦ.
. Αὐτὴ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς καταρρέει σὰν ὀργανωμένη συλλογικότητα, μόνο ἕνας ἐκκλησιαστικὸς μπροστάρης, ἕνας ἀρχιεπίσκοπος, θὰμποροῦσε ἴσως καὶ νὰ ἀνατρέψει τοὺς ὅρους τῆς κατάρρευσης. Ἂν μιλοῦσε ἐκείνη τὴν «ἄλλη» γλώσσα, τὴν ἀκαταμάχητη, ποὺ εἶναι ἡ σιωπὴ τῆς ἀποκαλυπτικῆς πράξης. Πράξη ἐκκλησιαστικὴ δὲν εἶναι τὰ συσσίτια σὲ συνεργασία μὲ τὰ σοῦπερ μάρκετ, αὐτὸ εἶναι σύμπραξη μὲ τὴ λογικὴ τῆς κατάρρευσης, τὴν λογικὴ τοῦ ἀτελέσφορου IKA, τὸν Μολὼχ τῆς χρησιμοθηρίας ποὺ ὁδήγησε στὴν κατάρρευση.
. Ἀκαταμάχητη εἶναι ἡ γλώσσα τῆς πίστης – ἐμπιστοσύνης ποὺ γεννιέται μόνο ἀπὸ τὸ ἄθλημα τῆς μετοχῆς σὲ σχέσεις κοινωνίας τῆς ζωῆς, σὲ ἐκκλησιαστικὴ ἐνορία. Καὶ ἕνας ἐκκλησιαστικὸς μπροστάρης θὰ μποροῦσε σιωπηρά, χωρὶς ἰδεολογικὲς ρητορεῖες, νὰ ξαναχαρίσει στὴν Ἑλλάδα ἐνορίες: Μεθοδικά, μὲ καθημερινὴ προσωπικὴ παρουσία, νὰ σαρώσει ἀπὸ τὶς ἐκκλησιὲς τὴν ἀλλοτρίωση, δηλαδὴ ὅτι ὑπηρετεῖ τὸν ἀτομικὸ ἐντυπωσιασμό, τὴν ψυχολογικὴ ὑποβολή, τὴν ἀκοινώνητη «ἔξαρση»: τερατώδεις μεγαφωνίες, θρησκευτικὲς χαλκομανίες ποὺ ἔχουν ὑποκαταστήσει τὶς ἐκκλησιαστιακὲς Εἰκόνες, κανταδόρικες τετραφωνίες, νεοπλουτίστικους ἀφόρητου κὶτς πολυέλαιους καὶ μανουάλια, φωτισμοὺς «νέον», φτηνιάρικο καρεκλομάνι ἀντὶ γιὰ τὸ σοφὸ στασίδι.
. Μόνο ἂν ὑπάρξουν πυρῆνες ἐξόδου ἀπὸ τὴν λογικὴ τῆς κατάρρευσης, ἔμπρακτης ἐξόδου, μπορεῖ νὰ σαρκωθεῖ ἐλπίδα. Ὅσο μιλᾶμε τὴν γλώσσα τῆς ἰδεολογίας, τῶν στατιστικῶν ἀναλύσεων καὶ τῆς ἀτέλειωτης ποικιλότητας τῶνἀπόψεων γιὰ ἀνάκαμψη, τὴ γλώσσα τοῦ ἀκτιβισμοῦ συσσιτίων καὶἀλτρουιστικῶν «πρωτοβουλιῶν», παίζουμε στὸ γήπεδο τῆς παρακμιακῆς κατρακύλας. Ἡ «ἄλλη» γλώσσα, ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσει κοινωνικὴ συνοχὴ καὶἀνιδιοτέλεια, τὴ χαρὰ τοῦ «μετέχειν» καὶ «ἀνήκειν», εἶναι ἡ γλώσσα τῆς Εἰκόνας ποὺ ἱδρύει σχέση, τῆς δραματουργίας ποὺ μυεῖ στὸ ἄρρητο, εἶναι τὸ ἄναμμα τοῦκεριοῦ – ἄφωνη προσευχή, τὸ μέλος ποὺ συγκροτεῖ ἑνότητα ἀλληλοστηριχτική.
. Στὸ πλαίσιο ἑνὸς ξεσηκωμοῦ γιὰ παλινόρθωση τῆς ἐνορίας – κοινότητας θὰ ἐνταχθεῖ ὁπωσδήποτε καὶ μιᾶς ἄλλης γλώσσας κατήχηση: Ὄχι πιὰ ἠθικιστικὴ ὠφελιμολογία καὶ νοησιαρχικὰ ἰδεολογήματα, ἀλλὰ μαθήματα σὲ κάθε ναὸ ἐξοικείωσης μὲ τὴν ἰλιγγιώδη ποίηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, μαθήματα γλώσσας ποὺ νὰ ἀναχαιτίσουν τὴν μεθοδευμένη ἀποκοπὴ τοῦ Ἕλληνα ἀπὸτὴν γλωσσική του συνέχεια, ἀπὸ τὶς πηγὲς τῆς πολιτισμικῆς του αὐτοσυνειδησίας.
. Ἕνας ἀρχιεπίσκοπος ἐκκλησιαστικὸς μπροστάρης – ὄχι «θρησκευτικὸς ἡγέτης», ἀγιατολὰχ ἢ παπίσκος. Ποὺ θὰ γνοιαστεῖ ἐπιτέλους τοὺς ὀρφανεμένους ἀπὸ ἐπίσκοπο πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας, θὰ τοὺς ἀποκαταστήσει σὲ συνεργάτες, θὰ πάψει νὰ τοὺς λογαριάζει «ἱερεῖς» τῆς «ἐπικρατοῦσας θρησκείας» καὶ νὰ ἀρμέγει βάναυσα τὰ παπαδικά τους «τυχερά».
. Ἀνάκαμψη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας θὰ προέλθει μόνο μὲ ἐπανασύσταση τῶν προϋποθέσεων ζωτικῆς κοινωνικῆς συνοχῆς, ἐμπειρικῆς ψηλάφησης «νοήματος» τῆς ὕπαρξης καὶ τῆς συνύπαρξης.
ΠΗΓΗ: kathimerini.g
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου