Η αληθινή νηστεία
Σὲ πολλὰ μέρη συνηθίζονται οἱ βεντέτες ἀνάμεσα σὲ οἰκογένειες γιὰ λόγους τιμῆς. Μιὰ τέτοια βεντέτα ξέσπασε κάποτε, λέει τὸ ἀνέκδοτο, καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μάνης. Καί, ὅπως σ’ ὅλες τὶς περιβόητες αὐτὲς διαμάχες, τὰ ὅπλα ἀνέλαβαν ν’ ἀποκαταστήσουν τὰ πράγματα. Ὁ θιγμένος Μανιάτης κατέστρωσε σχέδιο, γιὰ νὰ ξεκάνει αὐτὸν ποὺ τὸν πρόσβαλε. Πῆρε τὸ ὅπλο του καὶ φεύγοντας λέει στὴ γυναίκα του: «Στὸ τάδε σημεῖο θὰ στήσω καρτέρι γιὰ νὰ τὸν ”καθαρίσω”. Ἂν δεῖς κι ἀργῶ, φέρε μου νὰ φάω ἐκεῖ». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ γυναίκα μαγείρεψε καί, σὰν εἶδε πὼς ἀργοῦσε ὁ ἄνδρας της, τοῦ πῆγε τὸ φαγητὸ στὸ καρτέρι. Μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι καὶ τὸ δάχτυλο στὴν σκανδάλη ἐκεῖνος, πανέτοιμος γιὰ φόνο, ἀνοίγει τὸ καπάκι καὶ βλέποντας τὸ φαγητό, «σὲ καλό σου, βρὲ γυναίκα», γυρίζει καὶ τῆς λέει. «Μέρα Παρασκευή σήμερα! Κρέας μου ἔφερες νὰ φάω;»
Ἐδῶ τελειώνει τὸ ἀνέκδοτο κι ἐμεῖς γελᾶμε μὲ τὴν παράξενη εὐαισθησία τοῦ ἐπίδοξου δολοφόνου. Ὅμως σκεφθήκαμε ποτὲ μήπως τοῦ μοιάζουμε; Μήπως κι ἐμεῖς τηροῦμε μὲ εὐλάβεια κάποιες θρησκευτικὲς συνήθειες, χωρὶς νὰ μπαίνουμε στὸ βαθύτερο νόημα τῶν πραγμάτων; Τώρα π.χ. ἔχουμε σαρανταήμερο καὶ καταγινόμαστε μὲ τὴ νηστεία. Πολλοὶ ὅμως μένουν στὸν ἐξωτερικὸ μόνο τύπο τῆς νηστείας. Ἀπέχουν δηλ. σχολαστικὰ ἀπὸ μερικὰ φαγητά. Ἀλλὰ τίποτε περισσότερο.
Νὰ μὴ νηστεύουμε λοιπόν; Δὲν εἶναι ἀπαραίτητο; Μὰ καὶ βέβαια εἶναι. Καλό, ἅγιο καὶ θεοπαράδοτο πράγμα ἡ νηστεία. Μ’ αὐτὴν ἐλέγχουμε τὸν ἑαυτό μας, βάζοντας φρένο στὶς ἀχαλίνωτες ἐπιθυμίες μας. Εἶναι τὸ μέτρο ποὺ ὁρίζει ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴ βυθίζεται ἡ ζωή μας στὴν ἀμετρία τῶν παθῶν. Εἶναι τὸ φάρμακο γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ἀσυδοσίας τους. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει ἡ νηστεία νὰ προχωράει παραπέρα. Νὰ μὴ σταματάει στὴν ἀποχὴ μονάχα ἀπ’ τὰ ὡραία φαγητά. Νὰ εἶναι ἄσκηση ἐγκράτειας σὲ ὅλα.
Ὅσο αὐστηρὰ καὶ νὰ νηστεύει κανείς, ἂν δὲν προσπαθεῖ παράλληλα νὰ ἀπέχει καὶ ἀπὸ κάθε εἴδους κακία καὶ νὰ ἐφαρμόζει ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη, ἡ νηστεία του εἶναι ἄχρηστη. Ἀληθινὴ νηστεία εἶναι «ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις», ἡ ἀποξένωση δηλ. ἀπὸ κάθε κακό. Ὅπως: ἐγκράτεια γλώσσας (ἀπὸ κατάκριση, κουτσομπολιό, ἀργολογία, αἰσχρολογία, βλασφημία), ἀποχὴ ἀπὸ θυμό, ψεῦδος, ἐπιορκία, ἀποφυγὴ κάθε ἀδικίας. Παράλληλα, ἔμπρακτη ἀγάπη καὶ διάλυση κάθε ἔχθρας. Δὲν φτάνει δηλ. ἡ ἐξωτερικὴ νηστεία (ἀπὸ μερικὰ φαγητὰ μόνο).
«Οὐ ταύτην τὴν νηστείαν ἐξελεξάμην», λέγει ὁ Κύριος, «ἀφοῦ κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν νηστειῶν σας κάνετε ὅλα τὰ κακά σας θελήματα, ἔρχεστε σὲ διαμάχες μεταξύ σας, χτυπᾶτε τοὺς μικροὺς καὶ ταπεινούς. Ἀκόμα κι ἂν κάμψεις τὸν τράχηλό σου σὰν κρίκο ἀπ’ τὴν πολλὴ νηστεία, αὐτὴ δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτη. Ἀλλὰ διάλυσε κάθε ἀδικία, μοιράσου μὲ πεινασμένους τὸ ψωμί σου, περιμάζεψε ἀστέγους καὶ φτωχοὺς στὸ σπίτι σου, ντύσε τὸν γυμνό, φρόντισε τοὺς φτωχούς σου συγγενεῖς» (Ἡσ. 58,3-11).
Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε, πὼς κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Μακάριο: «Πάτερ, ἔχω τριάντα χρόνια ποὺ δὲν ἔφαγα κρέας, κι ἀκόμα δυσκολεύομαι πάνω στὸ θέμα αὐτό». Ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Καλύτερα, παιδί μου, πληροφόρησέ με γιὰ τὸ ἑξῆς, ἀλλὰ πές μου τὴν ἀλήθεια: Πόσες μέρες ἔχεις ποὺ δὲν εἶπες λόγια ἐναντίον ἀδελφοῦ, ποὺ δὲν κατέκρινες καὶ οὔτε βγῆκε λόγος ἀνώφελος ἀπὸ τὸ στόμα σου»; Τότε κατάλαβε ὁ ἀδελφὸς πόσο ἀνώτερος εἶναι ὁ ἀγώνας αὐτός, ζήτησε συγχώρηση καὶ εἶπε: «Εὐχήσου με, πάτερ, νὰ κάμω ἀρχὴ σ’ αὐτὴ τὴν ἐργασία».
Δὲν ἀξίζει ἄραγε τὸν κόπο, νὰ ξεκινήσουμε κι ἐμεῖς τὸν ἀγώνα γιὰ μιὰ τέτοια ἀληθινὴ νηστεία;
Πρωτ. Δ. Μ
«Λυχνία» Νοέμβριος 2011-Μηνιαίο Περιοδικό Ι.Μ. Νικοπόλεως & Πρεβέζης Αρ. Φύλλου 3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου