1. Θα μου επιτρέψετε να ξεκινήσω την εισήγησή μου με μία διαπίστωση, ότι το θέμα των μεταμοσχεύσεων και της δωρεάς οργάνων, δεν είναι θέμα ηθικής συμπεριφοράς. Η οποιαδήποτε άποψη περί μιας δεοντολογικής ηθικής, σύμφωνα με την οποίαν η συμπεριφορά του ανθρώπου υπαγορεύεται από την έννοιαν του καθήκοντος η της συμμόρφωσής του προς τον λεγόμενον ηθικόν νόμον, έχει ως ηθικό κίνητρο αποκλειστικά τον σεβασμό στον ηθικό νόμο και τίποτε άλλο, ούτε την αγάπη, ούτε το άδολο συμφέρον, ούτε το ενδιαφέρον για τους άλλους, ούτε τη φιλευσπραγχνία, ούτε οποιοδήποτε άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, γι’αυτό και θεωρείται ξεπερασμένη, ενώ παράλληλα η εκ των προτέρων οποιαδήποτε πρόταση η ηθική απόφαση περί κάποιας ακολουθητέας ηθικής είναι φοβερά δύσκολη και οδηγεί σε αδιέξοδα.
Το βασικό λοιπόν ερώτημα σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων είναι οντολογικό, δηλαδή ύπαρξης και ζωής και όχι απλά ηθικής επιλογής. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η δωρεά οργάνων ανθρωπίνου σώματος είναι επιτρεπτή, εξαρτάται από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα˙ Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει την έννοια και το περιεχόμενο άνθρωπος ; Η απάντηση είναι αρκετά πολύπλοκη.Η σύσταση του ανθρώπου δεν είναι κατά τη σύγχρονη ανθρωπολογική επιστήμη, απλώς μια υλική κατάσταση στην οποία θα προστεθεί ύστερα η ψυχή και το πνεύμα.
Αυτά είναι πολύ δυαλιστικά και ιδεαλιστικά και τα οποία δεν ισχύουν πλέον σε καμμιά επιστήμη. Στη θεολογική σκέψη επιπλέον η σύσταση του ανθρώπου είναι οργανική κατά βάση. Όταν όμως δίνουμε αυτή τη περιγραφή, τίθεται αμέσως το επόμενο ερώτημα, τι είδος υλικής υπόστασης είναι ο άνθρωπος.
Οι κλασσικές φιλοσοφικές απόψεις και θεολογικές αντιλήψεις θεωρούν ότι η ταυτότητα του ανθρώπου βρίσκεται στη ψυχή, η οποία αποτελεί το οργανικό στοιχείο του ανθρώπου, αυθυπόσταση, αυθύπαρκτη, στην ουσία της είναι πνευματική και όχι υλική και επιβιώνει ανεξάρτητα από το σώμα. Η πλατωνική αυτή αντίληψη επέδρασε βαθύτατα στη χριστιανική παράδοση και οι συνέπειές της υπήρξαν βαρυσήμαντες για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ποιές είναι αυτές ;
α) Ότι το σώμα αποτελεί την φυλακή της ψυχής, (Πλάτωνας), ο άνθρωπος για να βρει τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα του και να ζήσει μια άϋλη και άχρονη ύπαρξη σε μία αιωνιότητα που δεν συνδέεται καθόλου με τον παρόντα κόσμο.
β) Ότι αυτό που θα επιζήσει είναι μόνο η ψυχή (Ωριγένης – Αυγουστίνος), όλος ο άλλος άνθρωπος (σωματικός – βιολογικός) είναι προορισμένος να χαθεί, αυτό δε τελικά το οποίο καθορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου είναι το άϋλο πνεύμα και η αθάνατη και αιώνια ψυχή χωρίς το σώμα του.
Το βασικό λοιπόν ερώτημα σχετικά με τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων είναι οντολογικό, δηλαδή ύπαρξης και ζωής και όχι απλά ηθικής επιλογής. Η απάντηση στο ερώτημα εάν η δωρεά οργάνων ανθρωπίνου σώματος είναι επιτρεπτή, εξαρτάται από την απάντηση σε ένα άλλο ερώτημα˙ Τι είναι αυτό το οποίο καθορίζει την έννοια και το περιεχόμενο άνθρωπος ; Η απάντηση είναι αρκετά πολύπλοκη.Η σύσταση του ανθρώπου δεν είναι κατά τη σύγχρονη ανθρωπολογική επιστήμη, απλώς μια υλική κατάσταση στην οποία θα προστεθεί ύστερα η ψυχή και το πνεύμα.
Αυτά είναι πολύ δυαλιστικά και ιδεαλιστικά και τα οποία δεν ισχύουν πλέον σε καμμιά επιστήμη. Στη θεολογική σκέψη επιπλέον η σύσταση του ανθρώπου είναι οργανική κατά βάση. Όταν όμως δίνουμε αυτή τη περιγραφή, τίθεται αμέσως το επόμενο ερώτημα, τι είδος υλικής υπόστασης είναι ο άνθρωπος.
Οι κλασσικές φιλοσοφικές απόψεις και θεολογικές αντιλήψεις θεωρούν ότι η ταυτότητα του ανθρώπου βρίσκεται στη ψυχή, η οποία αποτελεί το οργανικό στοιχείο του ανθρώπου, αυθυπόσταση, αυθύπαρκτη, στην ουσία της είναι πνευματική και όχι υλική και επιβιώνει ανεξάρτητα από το σώμα. Η πλατωνική αυτή αντίληψη επέδρασε βαθύτατα στη χριστιανική παράδοση και οι συνέπειές της υπήρξαν βαρυσήμαντες για το ανθρωπολογικό ζήτημα. Ποιές είναι αυτές ;
α) Ότι το σώμα αποτελεί την φυλακή της ψυχής, (Πλάτωνας), ο άνθρωπος για να βρει τον πραγματικό του εαυτό πρέπει να απελευθερωθεί από το σώμα του και να ζήσει μια άϋλη και άχρονη ύπαρξη σε μία αιωνιότητα που δεν συνδέεται καθόλου με τον παρόντα κόσμο.
β) Ότι αυτό που θα επιζήσει είναι μόνο η ψυχή (Ωριγένης – Αυγουστίνος), όλος ο άλλος άνθρωπος (σωματικός – βιολογικός) είναι προορισμένος να χαθεί, αυτό δε τελικά το οποίο καθορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου είναι το άϋλο πνεύμα και η αθάνατη και αιώνια ψυχή χωρίς το σώμα του.
Στην ιστορία της ανθρωπότητας επίσης υπάρχει και μία άλλη παράμετρος. Ο άνθρωπος ορίστηκε ως «ζώον λογικόν»˙ δυνάμενο να σκέπτεται, να έχει συνείδηση του εαυτού του και του κόσμου. Η παρούσα όμως ανθρωπολογική ταυτότητα συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος αναπτύσσει τις διανοητικές του ικανότητες μονομερώς και ανεξάρτητα από το σώμα του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σκεπτόμενα όντα τα οποία δεν έχουν την ανάγκη του ανθρωπίνου σώματος για να παράγουν νόηση (πρβλ. computers, internet). Από αυτή την απομόνωση ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι ότι καταργείται σιγά – σιγά το σώμα ως όργανο νόησης, και προσπαθούμε να σκεπτόμεθα, να επικοινωνούμε, να ψωνίζουμε ακόμη και να ερωτευόμαστε χωρίς το σώμα, αυτό το μοναδικό όργανο, το οποίο μας συνδέει με το φυσικό μας περιβάλλον αλλά και με τους άλλους ανθρώπους. Το σώμα υπό αυτή την προοπτική αφενός δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη νόηση και την πληροφόρηση και αφετέρου μπαίνει σε μία υποδεέστερη μοίρα, η οποία αξιολογικά πολλές φορές μπορεί και να μην είναι μετρήσιμη.
2. Παρά τις όποιες φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι σύγχρονες βιο-τεχνολογικές πρόοδοι και οι διάφορες παρεμβάσεις της γενετικής μηχανικής απέδειξαν και συνεχώς επιβεβαιώνουν, ότι το ερώτημα της αλήθειας για το τι είναι άνθρωπος και ο ορισμός της ταυτότητας του ανθρώπου δεν απαντάται από μία μονομερή έξαρση της νοημοσύνης η του ψυχισμού του, έναντι της σωματικής και βιολογικής υποστάσεως του ανθρώπου.
Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Η αλήθεια του ανθρώπου δεν έγκειται μόνο στη ψυχή του αλλά και στην οργανική ενότητα ψυχής, σώματος, και κατά κάποιους πατέρες της Εκκλησίας, και πνεύματος.
Η ψυχή του ανθρώπου γεννιέται μαζί με το σώμα του και το σπουδαιότερο δεν αναπαύεται τελικά αν δεν ανακτήσει το σώμα της (Αναστάσιος Σιναΐτης). Έτσι «το σώμα χωρίς την ψυχή είναι πτώμα, μα και η ψυχή χωρίς το σώμα είναι φάντασμα, δεν είναι σε καμμιά περίπτωση άνθρωπος. Δεν είναι η αλήθεια του ανθρώπου» (G. Florovsky, Ι. Ζηζιούλας).
Δεν μπορούμε λοιπόν να λέμε ότι ο άνθρωπος έχει σώμα αλλά είναι σώμα. Αυτό θα πει ότι το σώμα είναι στοιχείο της αλήθειάς του, του είναι του, της ύπαρξής του. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε επιστημονική και τεχνολογική κατάκτηση που καταργεί η αποδυναμώνει τον ρόλο του σώματος στη γνώση και στην επιστήμη αντιβαίνει όχι την ηθική αλλά την αλήθεια, στην οντολογία του ανθρώπου. Επιπλέον η θέση ότι ο άνθρωπος δεν έχει σώμα αλλά είναι σώμα υποδηλώνει ότι χωρίς το φυσικό περιβάλλον και κυρίως χωρίς τους άλλους ανθρώπους (συναθρώπους) παύει να υπάρχει ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η αλήθεια του ανθρώπου,λοιπόν, συνδέεται άρρηκτα με την υπόλοιπη κτίση και με τον άλλο άνθρωπο κυρίως και εδώ βρίσκεται το τελευταίο αλλά ουσιαστικό στοιχείο της πατερικής ανθρωπολογίας. Ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης από τη φύση μόνο, αλλά και σε σχέση διαλεκτική μαζί της και με τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπούς του, και εδώ έγκειται η σπουδαιότητα και η σημασία του όλου θέματος, γιατί στη σχέση του με τον άλλον άνθρωπο ασκεί την ελευθερία του η για να τον καταστρέψει η για να τον αγαπήσει και να τον σεβαστεί ως άνθρωπο, δηλ. ως μία άλλη - έτερη ψυχοσωματική οντότητα.
Το σώμα – σάρκα, κατά τον βιβλικό όρο, – είναι το μέσον δια του οποίου δηλώνουμε την παρουσία και την διαθεσιμότητά μας ο ένας προς τον άλλον. Το σώμα του κάθε ανθρώπου είναι το μέσον δια του οποίου γίνεται διαθέσιμος στους άλλους, στην πραγματικότητα δηλαδή είναι διαθεσιμότητες, με τις οποίες καθίσταται ενεργή και δοκιμάζεται η ελευθερία του ανθρώπου, και αυτό ισχύει γιατί ο άνθρωπος δεν είναι αυτόνομο ον, αλλά λαμβάνει την ύπαρξή του από τους άλλους και συγχρόνως τη δωρίζει στους άλλους (στα πλαίσια αυτά μπορούμε να προσεγγίσουμε και την οριοθέτηση μεταξύ συμμετοχικής και αυτουργικής συμπεριφοράς – αυτοκτονίας, ευθανασίας – και του δικαιώματος απέναντι στο θάνατο ).
3. Σε αυτή λοιπόν τη διαλεκτική εισέρχεται και το θέμα των ατομικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, και μάλιστα ως δικαίωμα για αυτοδιάθεση του σώματος η των οργάνων του, προ η και μετά τον θάνατον.
Είναι γνωστόν, ότι το παρόν ερώτημα επανέφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας ένα θέμα, με το οποίο για μία ακόμη φορά επιβεβαιώνεται η απόκλιση η οποία υφίσταται μεταξύ των διαφόρων θρησκευτικών αντιλήψεων και φιλοσοφικών δοξασιών, σχετικά με την στάση του ανθρώπου έναντι του σώματός του και των ανθρωπίνων οργάνων του, αλλά και του τρόπου κατανόησης και λειτουργίας του λεγομένου «ατομικού δικαιώματος».
Η απάντηση όμως στα ερωτήματα αυτά εξαρτάται κυρίως από την απάντηση την οποία δίνουμε στο κατεξοχήν ερώτημα σχετικά με τον ορισμό της ταυτότητας του ανθρώπου.
Όσον αφορά την πρόκληση περί των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι για την ορθόδοξη θεολογία, σχετικά με τα δικαιώματα του ανθρώπου, υφίστανται όρια μεταξύ της κοινωνικής έννοιας της ελευθερίας και της πραγματικής ελευθερίας. Ύψιστη μορφή ελευθερίας σημαίνει το να μπορεί ο άνθρωπος να θυσιάζει ελεύθερα ακόμη και τα ατομικά του δικαιώματα, για χάρη της αγάπης προς τους άλλους, γι’ αυτό και το ορθόδοξο «δέον» περί του ανθρώπου υπερβαίνει σε δύναμη και πνοή τον απλό ορίζοντα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών και αξιολογείται σε ένα άλλο επίπεδο, καθαρά υπαρξιακό και προσωπικό, όπου, όπως και η ζωή, έτσι και τα ενεργήματα της ζωής θεωρούνται στα πλαίσια της προσωπικής κοινωνίας και της υπαρξιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων (πρβλ. Χρ. Γιανναράς).
Ο σεβασμός στο «ατομικό δικαίωμα», κύριο γνώρισμα του δυτικού διαφωτισμού, είναι έξω από τον εκκλησιαστικό τρόπο του ζην, γιατί μία τέτοιου είδους «διαχείριση» του ατομικού δικαιώματος και της έννοιας της ελευθερίας, αποτελεί μία ατομοκρατική θεώρηση τόσο του δικαιώματος, όσο και του ίδιου του σώματος. Η εκκλησιαστική θεώρηση και χρήση του σώματος δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο με βάση το δικαίωμα για αυτοδιάθεση ακόμη και του ίδιου του σώματός μας, προ η μετά τον βιολογικό θάνατο, ενώ μπορεί να λειτουργεί ανεξάρτητα και άσχετα προς τα δικαιώματα των άλλων συνανθρώπων. Το σώμα είναι εκκλησιαστικά σεβαστό, κανένας δεν μπορεί να το «φθείρει», ούτε και ο ίδιος ο φορέας του η να επιδιώξει τη βίαιη καταστροφή του, ούτε τέλος να το μεταχειριστεί ως μία υπόθεση η υποκείμενο ατομικής ιδιοκτησίας (υπ’ αυτή την προ-οπτική διακρίνεται «κανονικά» η αυτοκτονία από την αυτοπροσφορά). Ο κάθε πιστός πρέπει να γνωρίζει, ότι το σώμά του ανήκει και στα λοιπά εκκλησιαστικά μέλη, άρα και η μετά θάνατον τύχη ενός σώματος δεν αφορά μόνο την επιθυμία του νεκρού, αλλά είναι υπόθεση σχέσεων όλων. Αυτό συνεπάγεται ότι το σώμα, ακόμη και του νεκρού, δεν αποτελεί το αντικείμενο μιας εν ζωή επιθυμίας για αυτοδιάθεση αλλά ανήκει και στους άλλους, όπως δηλώνεται και από την προτροπή της Εκκλησίας, στη δωρεά του σώματος, για την ζωή άλλων συνανθρώπων (μεταμοσχεύσεις) και στη δυνατότητα χρήσης οργάνων του νεκρού για μεταμόσχευση.
4. Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή μας απαιτείται μία αφύπνιση και μία συνεργασία. Εκκλησία και Πολιτεία ας επισπεύσουν τη συνεργασία τους στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων. Η Εκκλησία ας προσφέρει την εγρήγορση των συνειδήσεων και ας ενσταλάξει με τη θεολογία της στον πολιτισμό μας το σεβασμό στον άνθρωπο ως πρόσωπο, και την αγαπητική προσφορά των σωμάτων μας προς τους άλλους, ως έκφραση ελευθερίας και σεβασμού.
Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Χριστός «θανάτω θάνατον πατήσας» και προς όλους τους ανθρώπους «ζωήν πολιτεύεται», χωρίς να θέτει όρους και προϋποθέσεις , ιδιοτέλειες η προσωποληψίες.
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=7180
:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου