Το απόγευμα η Διαρκής Ιερά Σύνοδος εξέδωσε μια επίκαιρη ανακοίνωση. Τελειώσαμε το Απόδειπνο στο Ναό, όπως κάθε Τεταρτη βράδυ. Προηγουμένως και μετά την απογευματινή Παράκληση, είχαμε δει κόσμο στο γραφείο και σε εξομολόγηση. Ξεκινήσαμε δύο κληρικοί, πήραμε και τον ψάλτη στην διαδρομή και κατεβήκαμε Σύνταγμα.
Περπατώντας στην Βασιλίσσης Αμαλίας, εκεί δίπλα στα αρχαία, ένας νεαρός κρατώντας μια κοπελιά, μας προσπέρασε καλωσορίζοντάς μας με μια κραυγή «να πληρώσετε οι παπάδες φορολογία όπως όλοι μας». Γύρισα και του απάντησα πόσα πλήρωσε η Διοικούσα Εκκλησία το 2010 σε φορολογία και πόσα παρακράτησαν από εμένα. Το πρώτο το είχα πρόσφατο, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν, για να τα κρατά ο Αρχιεπίσκοπος στην συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό. Δεν σταμάτησε να συζητήσει, όποτε δυνατότερα του φώναξα «μην ακούς εκείνους που λαμβάνουν αποδοχές τον μήνα όσες εγώ και εσύ μαζί τον χρόνο, γι αὐτὸ τους τις δίνουν, για να σε παραπληροφορούν»
Συνεχίσαμε για την πλατεία και μέχρι εκεί, κάποιοι μας συνεχάρησαν για την προς τα εκεί κατεύθυνσή μας, ενώ κάποιοι άλλοι σχολίαζαν θετικά την παρουσία μας προσπερνώντας μας σε αντίθετη κατεύθυνση. Δεν έλειψαν και οι "χειρονομίες" προστασίας από το κακό. Πριν μπούμε στα όρια της πλατείας κάποιος με σκούντηξε. Ήταν ο Δημήτρης, ο νεότερος Δημοτικός Σύμβουλος της περασμένης τετραετίας στην πόλη μας. Μου φίλησε το χέρι, τον ασπάστηκα και συνομιλώντας για λίγο μου είπε ως παράπονό του, το ότι οι φίλοι του δεν τον ακολουθούν, αλλά είναι για καφέ στην κεντρική. Χαιρέτησα και το αδελφό του που καθόταν πιο πέρα και προχώρησαμε.
Σταματήσαμε στο σύνηθες σημείο συνάντησης. Ήμασταν οι τρεις. Σε λίγο ήρθε ο Φώτης, μας εντόπισε και κάθισε κοντά μας. Πλησίασαν άλλοι τρεις, ο ένας τους, με χαιρετά ένθερμα. Ήταν ο Θανάσης τον είχα στεφανώσει και του βάπτισα το παιδί, μα και όταν έφυγε ο παππούς του ο Θανάσης, μου τηλεφώνησε πριν ειδοποίησει όποιον άλλον. Έφτασε ο Αλέξης. Με το φορητό του τηλέφωνο μάζεψε γύρω μας άλλους τρεις, συναδέλφους του από το λιμάνι. Φεύγοντας από το Ναό προηγουμένως, μας είδε και σηκώθηκε από το τραπέζι του παρακείμενου εστιατορίου, για να μου περιγράψει τα μεταμεσημερινά γεγονότα στην πλατεία. Ήταν εκεί. Πλησίασα στο τραπέζι που κάθοταν, είδα τους γονείς της γυναίκας του, την μάνα του και τον γιο του. Τα πεθερικά κάτι προσπάθησαν να μου πουν για κάποιον Διευθυντή και έναν Μητροπολίτη, τους απάντησα με τον Ιούδα και τον Πέτρο και τους είπα πάω πλατεία, φάτε και ελάτε. Η γυναίκα του Αλέξη όταν άκουσε τον άντρα της, να μου λέει «θα σας βρω μπροστά στο πανό με το ελικόπτερο» δεν αντέδρασε καθόλου. Η αντίσταση θέλει θυσίες σκέφτηκα.
Στην πλατεία λοιπόν, με έντονη συζήτηση για τους αγώνες κατά της αδικίας, έριξα ως βόμβα την θέση μου. «Δεν είμαι σίγουρος πως αυτό που κάνουμε εδώ, δεν το έχουν υποκινήσει η έστω εκμεταλλευτεί κάποιοι, που θα μας συστήσουν αύριο τόν "σωτήρα" μας, τον "εθνάρχη" τον όπως θέλεις πέστον». Η κουβέντα πήρε μάκρος και παρέμεινα στην άποψη, πως ο καθένας μας με τις επιλογές του στην καθημερινότητά του, στον μικρόκοσμό του, συμμετέχει ενεργά, στην δημιουργία του προβλήματος. Σίγουρα δεν τα φάγαμε μαζί, αλλά ανεχτήκαμε με την ψήφο μας εκείνους που κατάκλεψαν το μέλλον της ευλογημένης γης των πατέρων μας. Τους χαιρετήσαμε και ξεκινήσαμε για την βόλτα στην πλατεία. Έτσι κάνουμε κάθε μέρα για να βλέπουν οι αγανακτισμένοι ότι ανάμεσά τους να περπατά το ράσο. Είναι μέλη του σώματος του Χριστού και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα μέλη. Βέβαια τώρα πάσχουν όλα τα μέλη.
Φτάνοντας στην άλλη άκρη της πλατείας ένας μεσήλικας φεύγει από την παρέα του στέκει μπροστά μας και με ρωτά «που είναι η Εκκλησία;». «Εδώ δεν την βλέπεις», απάντησα, «εσύ και αυτοί όλοι και εγώ είμαστε η Εκκλησία». Είπε για τον Αρχιεπίσκοπο, για άλλα, για όλα, τον ακούσαμε με προσοχή, του δώσαμε αξία, ήμασταν οι παπάδες του. Πάμε να δούμε τις πληγές της πλατείας, εκεί που οι "κουκουλοφόροι" έκοβαν πέτρες το απόγευμα είπα, απομακρυνόμενος από τον πολύλογο φιλοσοφούντα. Και γύρω - γύρω φτάσαμε κάτω, κοντά στην συνέλευση. Εκεί κάποιος μόλις μας είδε είπε «έως πότε θα σας πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος» και βλασφήμησε τον Χριστό, δεν τον άκουσα και γλύτωσε την μάχη. Μου τα παν μετά οι ακολουθούντες.
Σταθήκαμε στις παρυφές της πλατείας. Αμέσως μια γερόντισσα με κρεμασμένη την σφυρίχτρα στον τράχηλο, μας πλησίασε και ζήτησε βοήθεια. Την ρώτησα, «ζήτησες από κανέναν άλλο εδώ πέρα; η μόλις είδες παπά έτρεξες;». Δεν είχα λεπτό απάνω μου. «Ποιός έχει; » ρώτησα την παρέα μου και πήρα απάντηση από τον έτερο κληρικό «πάω περίπτερο να πάρω νερό και να χαλάσω». Γυρίζει και μου βάζει με αριστοτεχνικό τρόπο στο χέρι, πέντε ευρώ. Τα δίνω στην ηλικιωμένη που απομακρύνεται σαν να κέρδισε όλα τα χρυσάφια της Γης.
Παρακολουθώ για λίγο την "λαϊκή συνέλευση". Ο πειρασμός «άντε να λάβεις τον λόγο» ήταν μεγάλος. Προσγειώθηκα όταν άκουσα κάποιον να μιλά παράξενα Ελληνικά. «Παππά εγώ σεβασμός πεινάω. Εγώ Μογγόλια μόνος εδώ, όχι άλλος Ελλάδα». Μόλις είδε τον παπά έτρεξε και αυτός. Μα και που αλλού να πάει; ούτε ο Δήμαρχος, ούτε ο Βουλευτής, ούτε ο Υπουργός θα του δώσει ποτέ φαγητό. Λοιπόν να του δώσουμε κάτι να φάει. Πάμε στο κινητό ψητοπωλείο του αγοράσαμε ένα σουβλάκι, τέσσερα ευρώ, του δώσαμε και το νερό από το περίπτερο, χαμογελάσαμε και κινήσαμε προς τα πάνω. Μια γυναίκα από κοντά μας λέει «εκεί απάνω είναι και οι άλλοι από την Μητρόπολη». Ξαφνιάζομε, πως δεν τους είδα αναρωτιέμαι, μάλλον θα είναι απόμερα. Όμως η κυρία μας περιπαίζει, σηκώνω το γάντι. Με λίγη κουβέντα στριμώχτηκε η συνομιλήτρια μας «καλά – καλά» και έφυγε. Φύγαμε και εμείς, λίγο πριν το αυτοκίνητο «μόλις βγήκα από την φυλακή, δεν έχω να μείνω πήγα στον Πρωτοσύγγκελλο πήγα εκεί που μ έστειλε ζητάνε χαρτία δεν έχω χρήματα να τα βγάλω. Κάτι να φάω.» Πάρε, αλλά σήκω να φύγεις στην Νάξο, γύρνα στον πατέρα σου δούλεψε όπου βρεις.
Έτσι σχεδόν κάθε βράδυ κάνουμε περίπατο ανάμεσα στους άγανακτισμενους και κάποια στιγμή ακουμπισμένοι στα κιγκλιδώματα της πλατείας επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας, σιγοψιθυρίζουμε αν υπάρχει παρέα, το Απόδειπνο.
«Παπά προσεύχεσαι;» ακούω αριστερά μου και βλέπω έναν νεαρό. Κουνώ καταφατικά το κεφάλι και συνεχίζω. Σε λίγο, αφού είδε πως τελειώσαμε επιστρέφει. Αναζητά το χέρι μου, το ασπάζεται και μου λέει «ευχαριστούμε που είστε εδώ και πιο πολύ γιατί προσεύχεστε, δεν μας έμεινε άλλη ελπίδα». Περιστατικά πολλά, επί και αποδοκιμασίας της παρουσίας μας.
«Η Εκκλησία εδώ, απίστευτο!». Μια κοπελιά με σκωπτική όρεξη ξεκινά κουβέντα. Κάποιοι από την παρέα της, δεν την αφήνουν να συνεχίσει να ερίζει. «Χαιρόμαστε πατέρες γιατί είστε εδώ. Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για την Εκκλησία, αλλά όσα έχουμε ακούσει μας κάνουν επιφυλακτικούς». Τους τρόμαξε η πρόκληση για την ευθύνη τους για τα της Εκκλησίας πράγματα, όταν τους είπα πως οι ίδιοι είναι η Εκκλησία. «Που θα Σας ξαναβρούμε; Θέλουμε κατήχηση.»
«Είμαι εναερίτης θα έπρεπε να είστε περισσότεροι εδώ» και ξεκινά ένα μονόλογο χωρίς τέλος. Πλησιάζουν και άλλοι, έτσι συμβαίνει πάντα όταν κάποιος μας ζητήσει λόγο. Παρεμβαίνουν με αρνητικές διαθέσεις «έχετε πολλά λεφτά να βάλετε πλάτη». Ξεκινώ να ρωτώ αν ξέρουν που είναι αυτά τα λεφτά, οπότε ο εναερίτης που είναι πια και επίτροπος στο χωρίο του, αναλαμβάνει την "υπεράσπισή" μας. Αναφέρεται στην πραγματικότητα των οικονομικών δεδομένων για τους Ναούς. Οι άλλοι αποστομώνονται. Τα έλεγε ένας από αυτούς, όχι κάποιος ρασοφόρος.
«Παππούλι – παππούλι κάνε μια ευχή να φύγει η Ελλάδα από την κατοχή» Είναι μια παρέα από αγόρια και κορίτσια με υπερπαραγωγή συνθημάτων. Οπότε μόλις μας αντιλήφθηκαν λίγο πιο πίσω, γυρνώντας πλάτη στην Βουλή όπου η Κυβέρνηση περιμένει να έρθει η εμπιστοσύνη, μας προκαλούν χαμογελαστοί να προσευχηθούμε. Και μετά ζητούν να φωτογραφηθούν μαζί μας. Τους λέω περί κατοχής μίλησε και η Ιεραρχία από τον περασμένο Οκτώβριο.
«Είναι από το κρατικό κανάλι της Κορέας θέλετε να τους μιλήσετε;» Και το πρώτο ερώτημα γιατί είστε εδώ; Η απάντηση κάνει τον Κορεάτη να εκπλαγεί «Μα εδώ είναι η Εκκλησία μου». Χρειάζεται λίγο χρόνο για να καταλάβει τι λέω. Ευτυχώς ο μεταφραστής του είχε εκκλησιαστική παιδεία. Και κλείνει το πλάνο με την ευχή μου, να μετανιώσουν όσοι έβλαψαν τον τόπο. Τα ίδια περίπου με φτωχά αγγλικά και σε έναν μεσήλικα δημοσιογράφο ενός Γαλλικού ραδιοφώνου. Παρακολουθεί μία έντονη φραστική επίθεση που δεχθήκαμε για τα οικονομικά της Εκκλησίας, και περιμένει με υπομονή. Δεν ήξερε τι λέγαμε και με ρωτά αν έχω πολιτικό λόγο, απαντώ ναι, έτσι έκανε ο Μεσσίας μιλούσε για τους πολίτες. Στην συνέχεια ακούει για τα συσσίτια στις ενορίες και στο δρόμο, για τα Εκκλησιαστικά ιδρύματα που υποκαθιστούν την κρατική υποχρέωση σε κοινωνική πρόνοια, αλλά και μια κοπέλα που προσπαθεί να παρέμβει λέγοντας πως λέω ψέματα και στην πλατεία πεινάνε.
«Πάτερ μη τους απαντάς προσπαθούν να δημιουργήσουν θέμα, είναι βαλτοί» ήταν ένας νεαρός και από κοντά μια μεσήλικας. Δεν άκουγαν, μόνο φώναζαν και έβριζαν. Όλα μπερδεμένα για τα λεφτά, για τους χρυσούς πολυελαίους, για το δωμάτιο με τα μανικετόκουμπα, για την «Εβραϊκή» πίστη μας, για τα φιλότιμα στα μυστήρια, για, για, για, για όλα και για τίποτα. Αυτά στην Βασιλίσσης Σοφίας μπροστά στον μεταλλικό τοίχο που διασφάλιζε σε κάποιους την πρόσβαση στην Βουλή. Προσπαθούσα να υπερασπιστώ νεκρούς και ζωντανούς, να δώσω στοιχεία και να παρακαλέσω σε συζήτηση. Ο διάκονος με τραβούσε από το μπράτσο να φύγουμε. Όχι δεν φεύγουμε είπα. Τελικά έφυγαν εκείνοι και έτσι έμαθε έστω και ένας σ αὐτὸ το σημείο, ότι η Ιερά Σύνοδος έβγαλε ανακοίνωση που «εκφράζει την αποδοκιμασία της προς όσους έδρασαν εναντίον των συμφερόντων της Πατρίδος και της ευημερίας του Λαού της, της εθνικής αξιοπρέπειας και του φιλοτίμου των πολιτών».
Ένας παπάς.
Σημείωση:
Επειδή το κείμενο έχει πολύ εγώ, παρακάλεσα τον εκδότη να το υπογράψει "ένας παπάς". Αν όμως υπάρχει μώμος ζητήστε το όνομα αυτού του παπά από τον εκδότη του κειμένου. Θα Σας το δώσει.
Μώμος είναι το όνομα ενός αρχαίου έλληνα ίσως ασήμαντου θεού της Ελληνικής μυθολογίας που εκδιώχθηκε από τον Όλυμπο επειδή αμφισβήτησε το Δία. Είναι ο θεός της χλεύης και του σκώμματος, της ειρωνείας και του σαρκασμού προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας.
Η ελληνική μυθολογία λέει ότι καθώς οι άνθρωποι έγιναν πολλοί ο Δίας, μπροστά στην επανεμφάνιση του προβλήματος του πληθυσμού τους, ζήτησε τη συνδρομή και άλλων θεών. Τότε ο Μώμος, γιος της Νύχτας, - κατά άλλους της Θέμιδας και του Ύπνου - κατά άλλους πατρός αγνώστου, τον συμβούλεψε να συλλάβει το σχέδιο ενός μεγάλου πολέμου που αργότερα θα γινόταν γνωστός ως Τρωικός πόλεμος.
Η όψη του τρομακτική καθώς η έννοια της λέξης που εκπορεύεται από αυτόν περιλαμβάνει κάθε είδος παραμόρφωση του σώματος, όπως κομμένη μύτη, σπασμένο πόδι η χέρι, κομμένους όρχεις, κακή όραση, ψώρα.
Στη φαντασία των ανθρώπων αναποδογυρίζει απότομα τις τύχες τους. Τους ρίχνει απ' την ευτυχία στη δυστυχία, μετατρέπει τις επιτυχίες τους σε αποτυχίες και τους «θριάμβους» τους σε απόγνωση.
Πηγή: http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=6087
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου