Αυτό θα το διαβάσετε οπωσδήποτε ό,τι και να γίνει, αν θέλετε να έχετε σφαιρική άποψη.
Aς δούμε όμως από κοντά και τα δύο αυτά γεγονότα, ώστε να διαπιστώσουμε καταρχήν το αν και κατά πόσον είναι μύθοι, και σε κάθε περίπτωση ποιος είναι υπεύθυνος για την όποια παραχάραξη ή διαστρέβλωση που έχουν τυχόν υποστεί.
25η Μαρτίου
25η Μαρτίου
Κατά τους αποδομητές ιστορικούς, η 25η Μαρτίου επιλέχθηκε ως ημερομηνία για τον εορτασμό της ελληνικής Επανάστασης «μόλις το 1838 […] χωρίς πάντως την ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα». Και αυτό, γιατί «τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24ης Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23ης Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο». Και επειδή «η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25η Μαρτίου 1821, ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα». Και ποιος επέβαλε τελικά την 25η Μαρτίου ως ημέρα για να γιορτάζεται η Επανάσταση; Η Εκκλησία, φυσικά, για να επιτευχθεί τελικά «η σύνδεση … της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου».(1) Έτσι, η 25η Μαρτίου είναι συνολικά ένας θρύλος που «σαφώς εφευρέθηκε εκ των υστέρων, για να συνδεθεί η Επανάσταση με την υπόσχεση της Ελεύσεως του Σωτήρα κατά τον Ευαγγελισμό της Μαρίας και βέβαια για να συνδεθεί η Επανάσταση (που κατ’ αρχάς έγινε με δεδηλωμένη αντίρρηση της επίσημης Εκκλησίας) με την ευλογία της εκκλησιαστικής ηγεσίας».(2)
Με τα λόγια του Β. Κρεμμυδά: «Η Εκκλησία και όλες οι βαθιά συντηρητικές δυνάμεις έχουν κατασκευάσει τις οχυρώσεις της εξουσίας τους με ιστορικά ψεύδη και γι’ αυτό η αλήθεια για το παρελθόν είναι ο εχθρός τους».(3) Στην πραγματικότητα, «η Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες. Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα. Όμως επειδή ήθελαν να συνδεθεί η εθνική εορτή με την Εκκλησία, προτίμησαν την 25η Μαρτίου, που είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Αυτό είναι το γεγονός».(4)
Είναι όμως αυτό το γεγονός;
Απολύτως όχι. Η 25η Μαρτίου ορίστηκε ως ημερομηνία για την έναρξη της Επανάστασης όχι το 1838, για να εξυπηρετηθεί η Εκκλησία και τα όποια ιδιοτελή συμφέροντά της, όπως ισχυρίζονται με τόση βεβαιότητα οι… ειδικοί, αλλά ήδη από το 1820. Και όχι από κάποιον μεμονωμένο αγωνιστή ή αγωνιστές, ή γενικά από τους επαναστατημένους Έλληνες, αλλά από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Και θα το ήξεραν αυτό οι καλοί ιστορικοί μας αν είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν τα Απομνημονεύματα των αγωνιστών του ’21, με πρώτα και καλύτερα αυτά του Κολοκοτρώνη (5), ή, έστω, την Ιστορία του Τρικούπη (6), ή – τουλάχιστον! – την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (7), το «έργο αναφοράς» (8), όπως οι ίδιοι ομολογούν ότι είναι, «το καμάρι μας» (9), όπως οι ίδιοι τη χαρακτηρίζουν.
Και γιατί ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επέλεξε, από το 1820, αυτή ειδικά την ημερομηνία για τον ξεσηκωμό του Γένους, και όχι οποιανδήποτε άλλη; Μα ακριβώς επειδή συνέπιπτε με τη γιορτή του Ευαγγελισμού, στην οποία (γιορτή) ο Υψηλάντης ήθελε να δώσει μια καινούργια συμβολική σημασία, «ως ευαγγελιζομένην την πολιτικήν λύτρωσιν του ελληνικού έθνους».(10)
Γι’ αυτό και ο Κολοκοτρώνης είχε λάβει ήδη από το 1820 επιστολές από τον Υψηλάντη, με τις οποίες τον πληροφορούσε ότι η ημέρα του ξεσηκωμού θα ήταν η 25η Μαρτίου, ώστε να είναι μέχρι τότε έτοιμος: «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως» (11). Και από εκείνη τη στιγμή μέχρι τον Μάρτη, ο Κολοκοτρώνης, πιστός στον μεγάλο αρχηγό, πραγματικά μηνούσε σ’ όλον τον Μοριά «…την ημέραν του Ευαγγελισμού να είναι έτοιμοι, και κάθε επαρχία να κινηθή» (12). Έτσι, η 25η Μαρτίου 1821 έγινε από τότε, για όλους τους ραγιάδες, η προσδιορισμένη ημέρα. Γι’ αυτό και στη σύσκεψη της Βοστίτσας αυτή η ημερομηνία ανακοινώθηκε από τον Παπαφλέσσα ως η ημερομηνία για τον ξεσηκωμό (13), και στη σύσκεψη των οπλαρχηγών της Ρούμελης στη Λευκάδα. Οι Ρουμελιώτες μάλιστα, σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό των προκρίτων του Μοριά, τη δέχτηκαν αμέσως και με μεγάλον ενθουσιασμό, ξεκινώντας ευθύς όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες (14).
Έτσι, παρά το ότι στη Μολδοβλαχία είχε κηρυχθεί η Επανάσταση από τον Υψηλάντη ήδη από τις 24 του Φλεβάρη, στον Μοριά και στη Ρούμελη ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι άλλοι καπεταναίοι περίμεναν υπομονετικά να έρθει η «προσδιορισμένη» και γι’ αυτούς ημέρα, ώστε να «κινήσουν» και εκείνοι με τη σειρά τους τον «ξεσηκωμόν» (15). Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε δυο - τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένην» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.
Δηλαδή, η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου όχι μόνον δεν ορίστηκε εκ των υστέρων, για να ικανοποιηθεί η Εκκλησία, αλλά, αντίθετα με ό,τι ισχυρίζονται οι «απομυθευτές» ιστορικοί, η 25η Μαρτίου ορίστηκε εκ των προτέρων, το 1820, από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Γι’ αυτό και από τις αρχές του 1821 η 25η Μαρτίου είχε καταστεί για όλους τους υπόδουλους Έλληνες η «προσδιορισμένη ημέρα» για την έναρξη της Επανάστασης, που άλλοι την περίμεναν με λαχτάρα και άλλοι με σκεπτικισμό, ο καθένας για τους δικούς του λόγους… Το γιατί η Επανάσταση ξεκίνησε τελικά δυο -τρεις μέρες «προ της προσδιορισθείσης ημέρας» είναι πράγματι ένα ζήτημα, το οποίο όμως δεν διέλαθε της ιστορικής επιστήμης ήδη από τον 19ο αι., η οποία και προέβη στις ανάλογες έρευνες και αναλύσεις (16).
Κατόπιν όλων αυτών, θα μπορούσε πολύ δίκαια να αναρωτηθεί κανείς:
Γιατί άραγε οι «προοδευτικοί» ιστορικοί μας, στο θέμα της έναρξης της Επανάστασης επιδεικνύουν σχολαστικισμό μεσοπολεμικού γυμνασιάρχου, λεπτολογώντας, μέχρι σημείου γελοιότητας θα έλεγα, για το ποια ακριβώς ημέρα έπεσε η πρώτη τουφεκιά, κατακεραυνώνοντας μάλιστα με τον πιο οξύ και προσβλητικό τρόπο, ως επικίνδυνους και αντιδραστικούς μυθοπλόκους, όλους όσοι τολμούν να γιορτάζουν την έναρξή της λίγες μέρες μετά από τότε που πραγματικά ξεκίνησε;
Είναι απλό: Διότι δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να συνδεθεί το ’21, άμεσα ή έμμεσα, με την Εκκλησία και το χριστιανικό αίσθημα των Ελλήνων. Γι’ αυτό και πρέπει όλοι οι Έλληνες να πεισθούν και να χωνέψουν καλά πως η Επανάστασή τους ήταν αποκλειστικό προϊόν και γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στο οποίο η Εκκλησία όχι μόνο δεν είχε την παραμικρή συμβολή, αλλά το πολέμησε κιόλας ανελέητα, και το οποίο, στο τέλος, με έναν εντελώς ανήθικο τρόπο, απλώς το καπηλεύτηκε, δημιουργώντας όλους τους σχετικούς «μύθους».
Όμως και ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι αγωνιστές, που ζούσαν όλοι το 1838 (17), ήταν σε θέση να γνωρίζουν πολύ καλά από μόνοι τους πως η Επανάσταση στον Μοριά είχε αρχίσει δυο -τρεις μέρες νωρίτερα από την 25η Μαρτίου (18), μη έχοντας την ανάγκη κανενός όψιμου υπέρμαχου της ιστορικής «αλήθειας» για να είναι «ιστορικά ακριβείς». Να πάρει η ευχή, αυτοί ήταν, κι όχι κάποιοι άλλοι, που ξεκίνησαν την Επανάσταση και στις 21 και στις 22 και στις 23 του Μάρτη! Όμως, στην ψυχή και στην καρδιά τους, η επίσημη μέρα για την έναρξη της Επανάστασης δεν θα μπορούσε να οριστεί παρά μόνον στην ημερομηνία εκείνη, την οποία είχε επιλέξει ο μεγάλος αρχηγός της ήδη από το 1820, και μάλιστα με τον ίδιον ακριβώς εθνικοθρησκευτικό συμβολισμό που εκείνος πρώτος τής είχε προσδώσει.
Αυτά βίωσαν ως άμεση προσωπική εμπειρία τους και αυτά κατέθεσαν ως αιώνια ιστορική μνήμη οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του ’21, οι οποίοι ούτε λωτοφάγοι ήταν, ούτε και ευχείρωτα ανδρείκελα του κάθε φτηνού προπαγανδιστή. Γι’ αυτό και το 1838 πανηγύρισαν την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου με τον πιο λαμπρό, αλλά και με τον πιο συγκινητικό τρόπο (19).
Έτσι, για να κλείσουμε και με μια ποιητική υπέρβαση, μπορούμε χωρίς κανέναν δισταγμό ψυχής να πούμε πως ο πραγματικός συντάκτης του Β.Δ. του 1838 τελικά δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, που είναι, θαρρείς, λες και τό ’γραψε με τα ίδια του τα χέρια…
Αγία Λαύρα
Στην Αγ. Λαύρα συγκεντρώθηκαν για σύσκεψη στις 14 Μαρτίου του 1821 εκείνοι οι πρόκριτοι του Μοριά που είχαν αποφύγει να πάνε στην Τριπολιτσά, όπου τους είχαν καλέσει οι Τούρκοι, ως απόδειξη για την πίστη τους και την υποταγή τους. Εκεί, έντρομοι και απελπισμένοι, συζητούσαν για το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση τους απέναντι στην προγραμματισμένη για τις 25 Μαρτίου Επανάσταση. Τότε, αφού ακούστηκαν διάφορες προτάσεις πανικού και απελπισίας, πρυτάνευσε τελικά η πρόταση του Φωτήλα για έγκριση της επικείμενης Επανάστασης και συμμετοχή τους σ’ αυτήν. Αμέσως μετά την αποδοχή της πρότασης Φωτήλα διασκορπίστηκαν (20).
Σ’ αυτήν τη σύσκεψη της Αγίας Λαύρας συμμετείχε και ο Π.Π. Γερμανός, ο οποίος, σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, ευλόγησε κιόλας στις 17 Μαρτίου, ανήμερα στο πανηγύρι του μοναστηριού, την έναρξη της Επανάστασης με την τέλεση δοξολογίας και με την ορκωμοσία των αγωνιστών (21). Ο Π.Π. Γερμανός λοιπόν βρέθηκε πραγματικά στην Αγ. Λαύρα, όχι όμως στις 25 Μαρτίου παρά λίγες μέρες νωρίτερα, οπότε και, όπως φαίνεται, ευλόγησε και τα ιερά όπλα των επαναστατών.
Αυτή η συγκέντρωση των αγωνιστών στην Αγ. Λαύρα μετατοπίστηκε λίγο αργότερα από τις 14 στις 25 Μαρτίου. Και αυτό έγινε μάλλον από καθαρή σύγχυση. Άλλωστε, το ότι ο Π.Π. Γερμανός στις 25 Μαρτίου δεν ήταν στην Αγία Λαύρα το πληροφορούμαστε από τα ίδια τα Απομνημονεύματά του, όπου δεν αναφέρει απολύτως τίποτε γι’ αυτό. Η Αγία Λαύρα λοιπόν δεν είναι ούτε ένα ανύπαρκτο γεγονός, ούτε, πολύ περισσότερο, ένας μύθος τον οποίο δημιούργησε η Εκκλησία, όπως με τόσο φανατισμό και πείσμα προσπαθούν να μας πείσουν οι «προοδευτικοί» ιστορικοί. Είναι απλώς μια χρονολογική σύγχυση λίγων ημερών, για τη δημιουργία της οποίας ούτε ο Π.Π. Γερμανός ούτε κάποιος άλλος κληρικός έχει την παραμικρή ευθύνη.
Άλλωστε, το ξαναλέμε εδώ και πάλι, η Εκκλησία δεν είχε κανέναν λόγο ούτε και καμιά ανάγκη να φτιάξει πάνω στην ημερομηνία της 25ης Μαρτίου οποιονδήποτε μύθο, γιατί αυτή ήταν μια ημερομηνία που δεν την επέλεξε ούτε την «έπλασε» η Εκκλησία, αλλά την είχε καθορίσει από το 1820 ο ίδιος ο Υψηλάντης.
Ποιος όμως μίλησε πρώτος για την κήρυξη της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου, δημιουργώντας έτσι και διαδίδοντας τον σχετικό «μύθο»; Κάποιος παπάς, κάποιος δεσπότης; Κάθε άλλο. Ένας λαμπρός Ευρωπαίος, ο Γάλλος Πουκεβίλ, στην Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, που εξέδωσε το 1824.
Όταν λοιπόν ο κ. Κρεμμυδάς, και όσοι τον ακολουθούν, εξακολουθούν να θεωρούν πως, «προκειμένου να συνδεθεί η Εκκλησία με το Έθνος κατασκευάστηκε ένας από τους πιο ανθεκτικούς ιστορικούς μύθους» (22), στολίζοντας μάλιστα γι’ αυτό την Εκκλησία με ένα σωρό χαρακτηρισμούς, τους οποίους αναφέραμε παραπάνω, είναι απολύτως βέβαιο πως δεν ακολουθούν ούτε κατ’ ελάχιστον την «επιστημονική έρευνα», τη «νηφάλια επιστημονική διαπραγμάτευση» και την «αυστηρή ιστορική μέθοδο», στην οποίαν ευκαίρως-ακαίρως ομνύουν (23). Αντίθετα, διασπείρουν ένα ιστορικό ψεύδος (24), διαπλάθουν έναν δήθεν προοδευτικό αντι-μύθο, με μια προπέτεια και μια επιθετικότητα που είναι βέβαια απαράδεκτη για κάθε ψύχραιμο και αντικειμενικό άνθρωπο. Και επειδή έχει παραγίνει το κακό με τον μύθο περί τους «μύθους» της Εκκλησίας σχετικά με το ’21, κάποιοι αποδομητές ιστορικοί προσπαθούν τώρα να είναι όσο πιο προσεκτικοί μπορούν. Έτσι, ο Σ. Παπαγεωργίου περιγράφει με ιδιαίτερη ακρίβεια την προέλευση του «μύθου» της Αγίας Λαύρας αποκλειστικά και μόνον από την πένα του Πουκεβίλ (25). Στο τέλος βέβαια δεν παραλείπει να παρατηρήσει πως, αν και υπεύθυνος για τη δημιουργία του «μύθου» (δηλαδή της συγκεκριμένης ιστορικής σύγχυσης) είναι ο Πουκεβίλ, η Εκκλησία βολεύτηκε πολύ μ’ αυτόν, αφού η συγκεκριμένη ημερομηνία είναι ο μοναδικός συνδετικός αρμός της με την Επανάσταση, μιας και η 25η Μαρτίου είναι η γιορτή του Ευαγγελισμού (26).
Το ότι ο κ. Παπαγεωργίου ανακάλυψε τον Πουκεβίλ λίγο δεν είναι. Τόσο που έκαμε, μεγάλη δόξα. Άλλωστε, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως καθηγητές της περιωπής ενός Κρεμμυδά τον Πουκεβίλ τον αγνοούν πλήρως! Αυτό μας κάνει να ελπίζουμε πως κάποια μέρα ο κ. Παπαγεωργίου θα ανακαλύψει ΚΑΙ την Ιστορία του Τρικούπη ΚΑΙ τα Απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη αλλά Κ Α Ι την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους!
Απόλυτα ακριβές είναι και το γεγονός πως ο Π.Π. Γερμανός ευλόγησε τα όπλα της Επανάστασης. Και αν δεν τα ευλόγησε στις 25 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα, τα ευλόγησε στις 23 Μαρτίου (27) στην Πάτρα, την πρώτη-πρώτη μέρα της Επανάστασης (όπως τη θέλουν άλλωστε και οι «προοδευτικοί» ιστορικοί), όπου όρκισε τους Πατρινούς επαναστάτες στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου, στον σταυρό τον οποίο ύψωσε εκεί (28).
Με αφορμή το παραπάνω γεγονός, μπορούμε εδώ ευρύτερα να παρατηρήσουμε πως η παρουσία του κλήρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Επανάσταση από την πρώτη ημέρα που αυτή ξέσπασε, και αυτό είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Έτσι, την ίδια μέρα που ο Π.Π. Γερμανός ευλογούσε τα όπλα στην Πάτρα, στην Καλαμάτα 24 ιερείς και ιερομόναχοι, μπροστά στον ναό των Αγίων Αποστόλων θα ευλογούσαν, ύστερα από μια συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες, και θα όρκιζαν τους αγωνιστές (29). Το ίδιο έγινε και στη Ρούμελη από τον επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα. Επίσης, ο Έλους Άνθιμος, αυτή η ηρωική και τόσο άδικα ξεχασμένη μορφή του Αγώνα, δεν έχανε την ευκαιρία να ευλογεί τα όπλα, σε όποια περιοχή κι αν πήγαινε.
Το πιο εκπληκτικό όμως δεν είναι πως η Εκκλησία ευλόγησε την κήρυξη της Επανάστασης στον ελλαδικό χώρο, αλλά ότι πιο πριν είχε ήδη ευλογήσει την έναρξη της Επανάστασης από τον Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία! (Αυτή κι αν δεν είναι η πρώτη-πρώτη μέρα της Επανάστασης!) Πιο συγκεκριμένα, στις 26 Φεβρουαρίου 1821, σε μια μεγαλόπρεπη τελετή, ο μητροπολίτης Ιασίου Βενιαμίν ευλόγησε μέσα στον ναό των Τριών Ιεραρχών τη σημαία της Επανάστασης και περιέζωσε τον Υψηλάντη με το ξίφος του, υπό τον ξέφρενο ενθουσιασμό των στρατιωτών και του πλήθους (30). Ένα εκπληκτικό γεγονός, που έχει όμως αποκρυβεί εντελώς όχι μόνον από τα ιστορικά μας συγγράμματα, αλλά ακόμη και από τα σχολικά μας βιβλία. Ειδικά αυτή η τελετή του Ιασίου αποδεικνύει περίτρανα πως όχι μόνον δεν είναι μύθος το ότι η Εκκλησία ευλόγησε τα λάβαρα και τα όπλα του αγώνα, αλλά ότι η όντως αλήθεια είναι πως τα ευλόγησε από την πρώτη κιόλας μέρα της έναρξής του!
Από όσα αναφέραμε πιο πάνω, μπορούμε εντέλει να πούμε πως μάλλον αδικημένος είναι ο κλήρος από τις αναφορές της ιστορικής επιστήμης, αλλά ακόμη και των σχολικών βιβλίων, ως προς τη συμβολή του στην έναρξη της Επανάστασης, παρά ευνοημένος…
Σημειώσεις
(1). Χ. Κουλούρη, Μύθοι και Σύμβολα μιας Εθνικής Επετείου, Κομοτηνή 1995.
(2). Κ. Γεωργουσόπουλος, «Ιστορία και Θρύλος», εφ. Τα ΝΕΑ, 17-3-2007.
(3). Β. Κρεμμυδά, «Η Σύγκρουση για την Ιστορία. Ο Ιστορικός στη Χλεύη του Λαού», εφ. Τα ΝΕΑ, 26-04-2007. βλ. και του ιδίου, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Mύθοι και Ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ, 22-03-2005.
(4). Β. Κρεμμυδάς, «Δεν χωράνε 5 αιώνες ιστορίας σε 130 σελίδες», στο άρθρο–αφιέρωμα «Ιστορία μου, αμαρτία μου…λάθος μου μεγάλο», εφ. ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 24-3-2007. Του ιδίου, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Mύθοι και ιδεολογήματα», εφ. ΤΑ ΝΕΑ, 22-03-2005.
(5). Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48.
(6). Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 23, εν Αθήναις 18883, σ. 19. Για την Ιστορία του Σ. Τρικούπη η κ. Κουλούρη επιφυλάσσει, και δικαίως, ιδιαίτερα θερμά λόγια: «Έργο μετρημένο, χωρίς στόμφο. H Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνος Τρικούπη», εφ. Το ΒΗΜΑ, 9-04-2006. Καιρός όμως είναι να καταλάβουμε κάποτε πως τα μετρημένα έργα καλόν είναι να τα διαβάζουμε κιόλας πού και πού, και όχι μόνον να τα εκθειάζουμε…
(7). ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 77.
(8). Χ. Κουλούρη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ’21», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2007. Συγκεκριμένα, η κ. Κουλούρη θεωρεί πως η ΙΕΕ είναι ένα έργο αναφοράς διότι διαψεύδει τους μύθους σχετικά με τον ρόλο της Εκκλησίας και επιμένει στην αυστηρή ιστορική μέθοδο.
(9). Χαρακτηρισμός που απέδωσε στην ΙΕΕ ο καθηγητής Γιάννης Γιαννουλόπουλος σε τηλεοπτική εμφάνισή του.
(10). Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 23, εν Αθήναις 18883, σ. 19.
(11). Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836, υπαγόρευσε Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης, Αθήνησιν 1846, σσ. 47-48. Η γνώση της ημερομηνίας αυτής είναι κοινό κτήμα όλων των αγωνιστών του ’21: Ν. Σπηλιάδου, Απομνημονεύματα, τ. 1, Αθήνησιν 1851, σσ. 31, 61, Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις, Θεσσαλονίκη 1977, τ. 1, σσ. 42 (κεφ. Α΄), 56 (κεφ. Β΄).
(12). Θ. Κολοκοτρώνη, όπ. παρ., σ. 50. Βλ. και Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 51, εν Αθήναις 18883, σ. 41.
(13). Φωτάκου, όπ. παρ., σ. 42 (κεφ. Α΄).
(14). ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 79.
(15). Φωτάκου, όπ. παρ. σ. 56 (κεφ. Β΄).
(16). Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα τον Σ. Τρικούπη, ο οποίος στην Ιστορία του το διερεύνησε καθ’ όλη του την έκταση, δίνοντας εκεί όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις και διευκρινίσεις: Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 25 κ. εξ., εν Αθήναις 18883, σ. 21 κ. εξ.
(17). Όσοι βέβαια δεν είχαν πέσει στον αγώνα.
(18). Βλ. σχ. Θ. Κολοκοτρώνη, όπ. παρ., σ. 51, Φωτάκου, όπ. παρ., σσ. 56-57 (κεφ. Β΄). Ν. Σπηλιάδου, όπ. παρ. σσ. 62-64, Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 58 κ. εξ.
(19). Για το πώς πανηγύρισαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του τον πρώτο επίσημο εορτασμό του ’21, και για το πώς περιγράφουν τους πανηγυρισμούς αυτούς οι ξένοι αυτόπτες μάρτυρες όλων των σχετικών εκδηλώσεων, βλ. το άρθρο Στις 25 Μαρτίου του 1838 η πρεμιέρα της Εθνικής Γιορτής, εφ. Καθημερινή 24/25-3-2007. Περιμένουμε πραγματικά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το σπουδαίο έργο που ετοιμάζεται να εκδώσει ο καθηγητής Ενεπεκίδης, στο οποίο θα έχει συγκεντρωμένες όλες τις σχετικές με το γεγονός αυτό περιγραφές και αφηγήσεις.
(20). Φωτάκου, όπ. παρ. σσ. 45-46 (κεφ. Α΄).
(21). ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 82. 22. Β. Κρεμμυδά, «H Eκκλησία στο Eικοσιένα. Mύθοι και ιδεολογήματα», εφ. Τα ΝΕΑ 22-3-2005.
(23). Β. Κρεμμυδά, «Η Σύγκρουση για την Ιστορία. Ο Ιστορικός στη Χλεύη του Λαού», εφ. Τα ΝΕΑ, 26-04-2007, Χ. Κουλούρη, «Μύθοι και Αλήθειες για το ’21», εφ. Το ΒΗΜΑ, 25-3-2007. 24. Τα όσα λέει ο κ. Κρεμμυδάς για τον πρωτοσύγκελο και το έγγραφό του σχετικά με την Αγία Λαύρα, για να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι οι ιστορικοί μύθοι κατασκευάστηκαν από την Εκκλησία, μόνο σαν καλαμπούρι μπορούν να εκληφθούν. Επιπλέον, δεν τιμά τον σεβαστό καθηγητή το γεγονός ότι αγνοεί ή αποκρύπτει (το ίδιο είναι) τον ρόλο του Πουκεβίλ στη δημιουργία της συγκεκριμένης ιστορικής παρεξήγησης.
(25). Σ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος. Η Θεμελίωση του Ελληνικού Κράτους, 1821-1864, Αθήνα 2004, σ. 111.
(26). Σ. Παπαγεωργίου, όπ. παρ. σ. 112.
(27). Και όχι στις 26 του Μαρτίου, όπως το θέλει ο κ. Κρεμμυδάς στο «Δεν χωράνε 5 αιώνες ιστορίας σε 130 σελίδες», στο άρθρο–αφιέρωμα «Ιστορία μου, αμαρτία μου… λάθος μου μεγάλο», εφ. ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 24-3-2007.
(28). Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σ. 62, εν Αθήναις 18883, σ. 50.
(29). ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 90.
(30). Σ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1, εν Λονδίνω 18602, σσ. 40-41, εν Αθήναις 18883, σσ. 32-33. ΙΕΕ, τ. ΙΒ΄, σ. 25.
Γ. Κεκαυμένος
1 σχόλιο:
Άγ. Κοσμάς Κόνιτσα
Τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 16.3.2008, ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κύριος ΑΝΔΡΕΑΣ, στὸ κήρυγμά του, στὸν ἐν Κονίτσῃ Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ἔκανε δύο ἐπισημάνσεις. Ἡ πρώτη ἀφορᾷ στὸ κῦμα τῆς διαφθορᾶς ἀπὸ τὸ ὁποῖο δεινοπαθεῖ ἡ κοινωνία. Στὴν δεύτερη, εἶπε τὰ ἑξῆς:
«Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση ἔχει νὰ κάνῃ μὲ ὅσα ἀκούστηκαν καὶ ἐλέχθησαν καὶ ἐγράφησαν μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐκλογῆς τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, σχετικῶς μὲ τὴν θέση τῆς Ἐκκλησίας στὰ ζητήματα τοῦ Ἔθνους. Ἔγινε λόγος, κατὰ κόρον μάλιστα, γιὰ τοὺς «διακριτούς» ρόλους Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας.
Καὶ κάποιοι κύκλοι, οἱ ὁποῖοι λυσσωδῶς εἶχαν πολεμήσει τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, ποὺ συχνὰ ἔλεγε καυτὲς ἀλήθειες πάνω στὰ ἐθνικὰ θέματα, ἔδειξαν τώρα νὰ ἱκανοποιοῦνται. Γιατί, κακὰ τὰ ψέματα ! Οἱ κύκλοι αὐτοὶ θέλουν νὰ περιορισθῇ ἡ Ἐκκλησία μέσα στοὺς Ναοὺς καὶ νὰ μὴν ἀσχολῆται μὲ ἄλλα θέματα, παρὰ μόνο νὰ λέῃ τὰ «πατερημά» της. Κάποιοι δέ, ἄν βέβαια μποροῦσαν, θὰ φρόντιζαν νὰ ἐξαφανίσουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς.
Μά, ἀνέκαθεν, οἱ ρόλοι Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας ἦσαν καὶ εἶναι διακριτοί, Ἀλλ’ αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει λόγο στὰ δρώμενα τοῦ Ἔθνους. Ἄν αὐτὸ ἐννοοῦν, δηλώνω εὐθέως ὅτι διαφωνῶ ριζικά. Γιατί, ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, θὰ πρέπῃ νὰ διαγράψουμε τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, τὸν Παπαφλέσσα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρύσανθο, πού, περιφρονῶντας τὴν ἐπηρμένη ὀφρῦ τῶν Γερμανῶν Ναζιστῶν, τοὺς πέταξε κατάμουτρα τὴν ἄρνησή του νὰ ὁρκίσῃ τὴν γερμανοπρόβλητη κατοχικὴ κυβέρνηση τοῦ Τσολάκογλου.
Νὰ διαγράψουμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, ποὺ στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς στάθηκε τὸ γερὸ ἀντιστύλι γιὰ τὸν λαό μας, ὅταν ὁ πολιτικὸς κόσμος εἶχε κυριολεκτικὰ ἐξαφανισθῆ, καὶ ποὺ στὸ τέλος τῆς Κατοχῆς κρίθηκε ὡς ὁ μόνος κατάλληλος γιὰ ν’ ἀναλάβῃ τὴν Ἀντιβασιλεία.
Νὰ διαγράψουμε τὸν Πρωθιεράρχη Σπυρίδωνα Βλάχο, ποὺ ἔλεγε, ὅτι «δὲν ὑπάρχει ζήτημα ποὺ νὰ ἀπασχολῇ τὸν λαὸ καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρῃ τὴν Ἐκκλησία».
Νὰ διαγράψουμε τὸν ἀοίδιμο Προκάτοχό μου, Μητροπολίτη Σεβαστιανό, ποὺ ἔφερε τὸ Βορειοηπειρωτικὸ στὴν ἐπιφάνεια καὶ τὸ ἔκανε πρῶτο ἐθνικὸ θέμα. Τὸν κατηγόρησαν κάποτε, ὅτι κάνει ἐξωτερικὴ πολιτική. Ἀπάντησε, ὅτι τὴν ἐξωτερικὴ πολιτικὴ τὴν ἀσκεῖ ἡ ἑκάστοτε Κυβέρνηση, καὶ ὅτι ὁ ἴδιος , ἔχοντας ἄμεση γνώση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ, ὑπεδείκνυε, κατὰ χρέος, τὰ δέοντα. Ἄλλο θέμα, βέβαια, ὅτι, κατὰ κανόνα, ἡ Πολιτεία ἐκώφευε στὶς ὑποδείξεις τοῦ συνετοῦ Ἱεράρχη καὶ τὸ Βορειοηπειρωτικὸ ἔχει σήμερα δεινῶς περιπλακῆ.
Νὰ τοὺς διαγράψουμε, λοιπόν, ὅλους αὐτούς ; Μὰ δὲν γνωρίζουν οἱ κρατοῦντες, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε φρουρὸς καὶ τροφὸς τοῦ Ἔθνους ; Δὲν γνωρίζουν, ὅτι τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων ἄν διασώθηκε κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, τὸ ὀφείλει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ; Κάποιοι τὰ ἀγνοοῦν αὐτά. Κάποιοι ἄλλοι προσποιοῦνται ὅτι τὰ ἀγνοοῦν.
Ὅπως, ὅμως, καὶ νὰ ἔχῃ τὸ πρᾶγμα, ἡ Ἐκκλησία δὲν πρόκειται νὰ φιμωθῇ ἤ «νὰ χορεύῃ ὅπως θὰ τραγουδάῃ» ἡ Πολιτεία. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Τίμιο Σταυρό, μὲ τὸ Πηδάλιο τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ μὲ τὶς ἱστορικές της περγαμηνές, ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀγωνίζεται «τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν» καὶ θὰ ὑπερμαχῇ τῶν δικαίων τοῦ Ἔθνους. Διότι ἄν δὲν τὸ κάνῃ αὐτό, θὰ ἔχῃ ξεφύγει ἀπὸ τὸν προορισμό της, θὰ μοιάζῃ σὰν τὰ ἄψυχα «μπιμπελό», ποὺ οἱ ἄνθρωποι τὰ βάζουν γιὰ στολίδια στὰ σαλόνια τους.
Λοιπόν, γιὰ μᾶς τὰ πράγματα εἶναι ξεκάθαρα. Μὲ τὶς μικρές μας δυνάμεις θὰ ἀγωνιζώμαστε γιὰ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας Ἐπαρχίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Θὰ φωνάζουμε πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὥστε νὰ ξυπνοῦν ὅσοι καὶ ὅποιοι ἁρμόδιοι κοιμοῦνται βαρούχειον ὕπνον.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τοὐλάχιστον στὴν περιοχή μας, δὲν θὰ μπῇ στὸ περιθώριο. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τὶς εὐχὲς τῶν ἀοιδίμων προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, θὰ μένουμε ἄγρυπνοι στὶς ἐπάλξεις τοῦ χρέους. Γιὰ τὸ Ἔθνος, γιὰ τὸν χιλιοπροδομένο λαό μας, γιὰ τὰ νειᾶτα. Καὶ εἰ ὁ Θεὸς μεθ’ ἡμῶν, οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν. ΑΜΗΝ».
http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=1056&Itemid=57
στο ίδιο μήκος κύματοςκινείαι και ο Μητροπολίτης Κονίτσης Ανδρέας, η Εκκλησία στα εθνικά θέματα πρεπει να εχει ρολο και θεση οταν η συντεταγμένη πολιεία ή λανθάνει ή ξεπουλάει πράγματα! harisofChris
Δημοσίευση σχολίου