Η διαπλοκή πολιτικών, όπως και λειτουργών του κράτους, σε άνομες οικονομικές συναλλαγές με μοναχούς της Μονής Βατοπεδίου είναι αρμοδιότητα των εισαγγελέων και της Βουλής. Τα κόμματα έχουν ανάγκες τρομακτικές σε χρήμα, δεν γίνεται να μην κλέψουν κοινωνικό πλούτο όπου και όσο μπορούν. Κλέβοντας για το κόμμα ιδιοποιούνται και μερίδιο οι κομματάνθρωποι. Να αποδοθεί αυτή τη φορά δικαιοσύνη και να μπουν στη φυλακή οι κλέφτες, δεν μπορεί να το ελπίζει νοήμων πολίτης. Το πολίτευμα της χώρας είναι (στην πραγματικότητα και όχι στα χαρτιά) απολυταρχική κομματοκρατία, οι κομματάνθρωποι λογοδοτούν μόνο σε κομματανθρώπους (στο κατ’ ευφημισμόν «κοινοβούλιο»). Και δεν υπήρξε ποτέ, μα ποτέ, περίπτωση να τιμωρηθεί κόρακας υπό κοράκου.


Το ουσιαστικό μέρος του σκανδάλου είναι το εκκλησιαστικό. Εκεί το έγκλημα δεν αφορά στην ιδιοποίηση κοινωνικού πλούτου, αφορά στην υπονόμευση ή και στην ανήκεστη βλάβη της σχέσης του λαού με τη βιωματική του παράδοση και τις ρίζες του. Στις συνειδήσεις των σημερινών Ελλήνων (δραματικά απληροφόρητων για τα πρωταρχικά και ουσιώδη της καταγωγής τους) το επιχειρηματικό δαιμόνιο των Βατοπεδινών εντυπώνει εικόνα διάστροφη και παραπλανητική για τη μοναστική ζωή, τα κίνητρα και τους στόχους της. Υπονομεύει ή και καταστρέφει μια σχέση αιώνων ζωτικής συνάφειας του λαϊκού σώματος με το άθλημα και το ήθος των μοναχών, σχέση που κάρπιζε πλούτο «νοήματος» του εφήμερου βίου και συνακόλουθο πρωτογενή (όχι μεταπρατικό) πολιτισμό.


Στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων οι μοναχοί ήταν πρωτοπορία στο άθλημα της ελευθερίας, ριζοσπάστες στην άρνηση συμβάσεων και προσχημάτων, προσωπείων θωράκισης του εγώ. Φορούσαν το μαύρο ράσο, όπως οι χίπις τα κουρέλια στη δεκαετία του ’60, ανένταχτοι στις ταξικές διακρίσεις και στις υποκριτικές διαβαθμίσεις της κοινωνικής ιεραρχίας. Ρούχο του πένθους το ράσο δήλωνε την επιλογή συνειδητής αναμέτρησης με το αίνιγμα του θανάτου, την άρνηση ψευτοπαρηγόριας συμβιβασμού με οποιαδήποτε κτήση, εξουσιαστική απαίτηση, καύχηση για αρετές.

Ο μοναχισμός στην εκκλησιαστική παράδοση των Ελλήνων σάρκωνε τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει παρά μία και μόνη πραγματική ελευθερία: Να ελευθερωθεί ο άνθρωπος από το εγώ του, από τις αναγκαιότητες (απρόσωπες ενστικτώδεις ορμές) της ατομικής του φύσης, την ύπουλη υποσυνείδητη ιδιοτέλεια. Και αυτή η απελευθέρωση να μην είναι αυτοσκοπός (εκζήτηση εγωτικής «τελειότητας»), αλλά μόνο προϋπόθεση για να αγαπήσει ο άνθρωπος άμετρα και απεριόριστα, να ερωτευθεί τον Εραστή Νυμφίο Θεό και κάθε πλάσμα του λογικό και άλογο.


Αυτοί οι πρωτοπόροι της ελευθερίας και του έρωτα έχτιζαν μοναστήρια ασύγκριτου κάλλους, πλούτου και αρχοντιάς. Γιατί τον άνθρωπο τον κάνει άρχοντα και καλλιτέχνη μόνο η ελευθερία από το εγώ, μόνο η ερωτική αυθυπέρβαση. Πηγαίνετε σήμερα να δείτε το κιτσαριό των «αναστηλώσεων» στη Μονή Βατοπεδίου, τη χωριατιά του νεοπλουτισμού, τη βάναυση αναίδεια των εκζητήσεων εντυπωσιασμού. Πάλη αιώνων αυταπάρνησης και μανικού έρωτα θησαύρισε στο Αγιον Ορος ιλιγγιώδη κορυφώματα ανθρώπινης τέχνης: αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, χρυσοτεχνίας, κεντητικής, ξυλογλυπτικής, ιστορημένων χειρογράφων. Αποτύπωσε εκεί η αυταπάρνηση έναν τρόπο βίου, μια «πολιτεία» μοναδική και ανεπανάληπτη, με τους δικούς της ρυθμούς του νυχθημέρου, δικό της χρόνο, και με τη φύση να λειτουργεί διηνεκώς Ευχαριστία. Σοφά καλντερίμια για να γίνεται η πεζοπορία ευλάβεια οικειότητας με τη γη, κοντυλογραμμένοι αρσανάδες αγκαλιές υποδοχής και κατευόδιου.


Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, μια ανήσυχη νεολαία άρχισε να ανακαλύπτει το Αγιονόρος. Είχε ζήσει στο πετσί της το ελληνοχριστιανικό καλαμπούρι της επίσημης κρατικής ιδεολογίας, αλλά και την ενθουσιαστική μαρξιστική ψευδαπάτη να θεμελιωθεί ευτυχία στον Ιστορικό Υλισμό. Παιδιά σημερινά, σπουδαγμένα, ταξιδεμένα, πολύγλωσσα, από όλες τις επιστήμες και τις ειδικότητες, έφταναν σε μοναστήρια που έφθιναν και κατέρρεαν μετρώντας ελάχιστους πια υπέργηρους μοναχούς. Το Ορος ζωντάνευε. Ηταν μια απίστευτη έκπληξη, κάτι σαν κοσμογονία.


Αυτή την έκπληξη εκμεταλλεύτηκε για να εισπηδήσει στο Αγιονόρος ο οργανωμένος ατομοκεντρικός ευσεβισμός. Ξένο φρούτο, με σαφή προτεσταντική καταγωγή, είναι μια αντίληψη και στάση που αντιλαμβάνεται το χριστιανικό ευ-αγγέλιο σαν συνταγή ή οδηγό για να κερδηθεί η ατομική «σωτηρία». Η Εκκλησία για τους ευσεβιστές δεν είναι σώμα κοινωνίας όπου αλλάζει ο τρόπος να υπάρχεις, δεν είναι η ζωή ως αυθυπέρβαση, σχέση και έρωτας, κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού που «αγάπη εστί». Οχι. Η Εκκλησία είναι μια ιδεολογία οργανωμένη για να εγγυάται και να ελέγχει την ατομική «πίστη» (δηλαδή ατομικές πεποιθήσεις), να κωδικοποιεί την ατομική ηθική, να προσφέρει τελετές («μυστήρια») που μεταγγίζουν στο άτομο «χάρη» (κάτι σαν ηλεκτρική ενέργεια) για την ηθική ατομική του κάθαρση.


«Συνοδείες» ευσεβιστών, που είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας από άστεγα απογοητευμένα κατάλοιπα της αντιμαχίας θρησκευτικών σωματείων, αλλά και «συνοδείες» με επικεφαλής ιθύνοντες τέτοιων εξωεκκλησιαστικών αποφύσεων εγκαταστάθηκαν στο Ορος. Το Πατριαρχείο τούς εμπιστεύθηκε μονές μοναδικής για την Εκκλησία σημασίας, όπως το Βατοπέδι.


Ο ατομοκεντρικός ευσεβισμός πηγαίνει πακέτο με τον ακτιβισμό και την εκκοσμίκευση. Οι ατομικές «πεποιθήσεις» ισχυροποιούνται σαν ψυχολογική αυθυποβολή όταν επενδύονται σε μαχητική προπαγάνδα: κηρυγματική οιστρηλασία, εκδοτικό οργασμό, ηλεκτρονική τεχνολογία «επικοινωνίας», άρτια μεθοδευμένη χειραγώγηση συνειδήσεων. Και η ατομική ηθική χρειάζεται τεκμήρια αξιομισθίας: αγαθοεργά ιδρύματα με υποβλητική κτιριακή υποδομή, χώρια τα οικοδομικά συγκροτήματα για να στεγάζεται το ιεραποστολικό έργο. Ο οργανωμένος ευσεβισμός έχει ανάγκη από χρήμα, πολύ χρήμα, για να εξασφαλίζει κύρος, επιβολή, τεκμαρτή αυτοδικαίωση.


Το χρήμα, το κύρος, η χειραγώγηση συνειδήσεων είναι διαχείριση εξουσίας και η εξουσία πάντοτε μέθη, συνήθως ανεπίγνωστη. Το πρόσχημα για να εξωραϊστεί η υπέρτατα ηδονική μέθη της εξουσίας, είναι ότι έτσι υπηρετείται η «δόξα του Θεού». Είναι πεπεισμένος ο ευσεβιστής ότι με τη λογική του Αντιχρίστου υπηρετεί τον Χριστό. Το έδειξε αποκαλυπτικά ο Ντοστογιέφσκι στον μύθο του Μεγάλου Ιεροεξεταστή. Το ενσάρκωσε δημόσια και η οιηματική απολογητική του βατοπεδινού ηγουμένου.


Πριν από τους Βατοπεδινούς ήταν οι Εσφιγμενίτες. Πιο πριν, οι ηγούμενοι που διέκοπταν κατά βούλησιν το μνημόσυνο του Πατριάρχη. Ακόμα πιο πριν, οι Καντιωτικοί όταν αρνιόντουσαν τον επίσκοπο της Λάρισας – κάθε τόσο το απόστημα σπάζει και πυορροεί. Μόνο μια εκκλησιαστική σύνοδος θα μπορούσε να αφορίσει από το σώμα της Εκκλησίας τη διαστροφή του ατομοκεντρικού ευσεβισμού. Οριστικά και λυτρωτικά.


Αλλά ποιοι να συγκροτήσουν σύνοδο σήμερα; Ο οικοδομικός ακτιβισμός, τα κηρυγματικά ευκοίλια και το πλήθος των ευπειθώς χειραγωγουμένων είναι τα κριτήρια αξιολόγησης του επισκοπικού έργου.