Κυριακή 6 Ιουλίου 2008

Μια ζωντανή Εκκλησία δεν θα συμβιβαζόταν με τις κοσμικές δομές....


Παραθέτω αυτό το κείμενο για γόνιμο διάλογο και προβληματισμό
Το κοινωνικό όραμα του Χριστιανισμού.


Η εποχή της εμφάνισης και πρώτης διάδοσης του χριστιανισμού, ήτοι η ύστερη αρχαιότητα, χαρακτηρίζεται από τις έντονες θρησκευτικές αναζητήσεις των ανθρώπων και τη δίψα τους για λύτρωση. Έτσι, ανθούν οι μυστηριακές λατρείες (ελευσίνια μυστήρια, μυστήρια της Κυβέλης, της Ίσιδος και του Μίθρα).


Αλλά ο χριστιανισμός επικρατεί εύκολα και οι μυστηριακές λατρείες εξασθενούν ραγδαία και αφανίζονται αθόρυβα, χωρίς να δώσουν καμιά σπουδαία μάχη για να διατηρήσουν κοντά τους τις ψυχές των ανθρώπων.

Τούτο ερμηνεύεται ως εξής: προσφέροντας μια ατομική σωτηρία, μια υπόσχεση εξασφάλισης μεταθανάτιας ευδαιμονίας, οι λατρείες αυτές δεν είχαν καμιά τύχη εμπρός σ’ έναν χριστιανισμό δυναμικά ανερχόμενο ως μια πίστη ανακαινιστική του κόσμου. Πράγματι, ο χριστιανισμός αυτοπροβαλλόταν ως μια οδός ολικής αναμόρφωσης της ανθρώπινης πραγματικότητας, δια του Αγίου Πνεύματος, με προοπτική τα έσχατα.

Γι’ αυτό, υιοθέτησε, εξαρχής, για τον αυτοπροσδιορισμό του, έναν όρο εντελώς ξένο προς την παλαιοδιαθηκική παράδοση, δανεισμένο από την πολιτική ζωή της ελληνικής πόλεως, τον όρο Εκκλησία (=συνέλευση του δήμου). Δηλαδή, ο χριστιανισμός φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει ένα καινούριο πολίτευμα, όχι με τη συνήθη έννοια, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο δίκαιο και την πολιτική σκέψη, αλλά με τη σημασία μιας συνολικής αναδόμησης της ζωής, την οποία εγκαινιάζει η πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης από το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος και η κλήση του ανθρώπου στη θέωση.

Ο εκκλησιαστικός τρόπος υπάρξεως αγκαλιάζει όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βίου, επομένως και το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων. Μια πίστη που πρεσβεύει την αγάπη και μάλιστα, σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού και των Αποστόλων, την τοποθετεί στο κέντρο του ευαγγελικού κηρύγματος και την αναβιβάζει σε διακριτικό γνώρισμα των χριστιανών και μοναδικό μέτρο στη μέλλουσα Κρίση, δεν μπορεί παρά να προωθεί την ισότητα, την αλληλεγγύη και την κοινοκτημοσύνη. Όντως, η πρώτη Εκκλησία, όπως περιγράφεται στις Πράξεις, πραγματώνει την απόλυτη παραίτηση από κάθε εγωιστικό συμφέρον, την αυθεντική αλληλοπεριχώρηση των προσώπων, όπου έχει πάψει να υφίσταται οιοσδήποτε ανταγωνισμός.

Η πράξη των Αγίων και η διδασκαλία των Πατέρων,στους αιώνες που ακολούθησαν, διέσωσαν τη σωστική επαγγελία του χριστιανισμού και σ’ αυτόν τον τομέα. Όμως, η Εκκλησία, ιδίως από τη στιγμή που καταλάγιασαν οι εναντίον της διωγμοί και θεσμοποιήθηκε προσδεόμενη στο άρμα του κράτους, εγκατέλειψε τις αρχικές της επιδιώξεις και υποτάχθηκε στην καθεστηκυία τάξη, συμπράττοντας με τους ισχυρούς, ευλογώντας τους δυνάστες και ανεχόμενη την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Η εξέλιξη αυτή υπαγορεύθηκε από την προϊούσα εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και την απώλεια του εσχατολογικού βιώματος.

Κατά το Μεσαίωνα, συντηρούνται ακόμη κάποιες προσπάθειες παρέμβασης της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή (δίκαιος μισθός, απαγόρευση του τόκου κ. ά.). Με την άνοδο της αστικής τάξης και την εξάπλωση του καπιταλισμού, και οι τελευταίες χριστιανικές αντιστάσεις στην αποικοδόμηση των ανθρώπινων σχέσεων υποχωρούν.

Η Εκκλησία απέχει από τη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι, τίθεται στο περιθώριο και μεταβάλλεται σε ίδρυμα θεραπείας των «πνευματικών αναγκών» των ανθρώπων. Στις μέρες μας, τούτες οι «πνευματικές ανάγκες» μεταφράζονται σε στείρα ηθικολογία, τυπικές τελετουργίες και άστοχο ασκητικό μυστικισμό.

Σε μια ιστορική περίοδο, όπου, στη Δύση, κυριαρχούν η αποξένωση, ο ατομικισμός και η ακραία πολυδιάσπαση του κοινωνικού ιστού, έγιναν του συρμού οι «μεταφυσικές» αναδιφήσεις και οι «πνευματικές» εμπειρίες. Εξ ου και η εισαγωγή στην Ευρώπη και την Αμερική των ανατολικών θρησκειών και των παραφυάδων τους. Μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα και η Ορθοδοξία αυτοπαρουσιάζεται σαν το ασφαλέστερο μονοπάτι για την ατομική πάντοτε επίτευξη της λύτρωσης, της ψυχικής γαλήνης κι ευδαιμονίας.

Η πλήρης λησμοσύνη του κοινωνικού οράματος του χριστιανισμού αντικατοπτρίζεται κατ’ αρχήν στον τρόπο ζωής των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδίως στις μεγαλουπόλεις. Απομονωμένοι στα διαμερίσματά τους, αφοσιωμένοι στο κυνήγι κάλυψης των ατομικών βιοτικών αναγκών τους και αγνοώντας ακόμη και το όνομα του διπλανού τους, πολύ απέχουν από το να συνιστούν μέλη ενός κοινού σώματος.

Οι ενορίες, κατ’ ουσίαν, δεν υφίστανται, διότι οι κοινοτικοί δεσμοί που κανονικά τις συνθέτουν είναι ανύπαρκτοι. Άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, ανταγωνιστές, κατά κανόνα, στον καθ’ ημέρα βίο τους, συναντώνται στην κυριακάτικη λειτουργία, για να λάβουν ο καθένας για τον εαυτό του, τον «ψυχωφελή πνευματικό εφοδιασμό» τους και να επιστρέψουν στην αυτάρκεια του μικροαστικού βολέματος. Ο Χριστός θυσιάζεται στην Αγία Τράπεζα, αλλά οι πιστοί του δεν διακατέχονται από κανένα πνεύμα αυτοθυσίας και αυτοπαραίτησης. Ειδάλλως, η κοινωνία δεν θα ήταν διχασμένη σε αμέτρητα αντικρουόμενα μικροσυμφέροντα, αλλά, κατά το πρότυπο της Τριάδος και στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, θα συγκροτούνταν ως ενότητα.

Ο θεσμός της ιδιοκτησίας και η οικονομία της αγοράς είναι ριζικώς αντίθετα προς τον καινούριο κόσμο της Βασιλείας του Θεού, που ανέτειλε με την ενσάρκωση του Λόγου. Διότι εμπεριέχουν εξ ορισμού την αντίθεση και τη σύγκρουση και υπονομεύουν την ομόνοια και τη συναλληλία. Μια ζωντανή Εκκλησία δεν θα συμβιβαζόταν με τις κοσμικές δομές, αλλά θα μαχόταν για την κατάργησή τους, πρωτίστως, βέβαια, διαμέσου της αλλοίωσης των ψυχών και της πυρπόλησής τους με ανιδιοτελή και ανυστερόβουλη αγάπη για τον πλησίον.

Ενώ η ανθρωπότητα στενάζει υπό το βάρος των κραυγαλέων ανισοτήτων, της αλλοτρίωσης και της βαρβαρότητας των πλουσίων και των δυνατών, η "διοικούσα Εκκλησία",όταν δεν παραμένει απλός θεατής της αδικίας, συμμαχεί με την κοσμικήεξουσία καιτην στηρίζει.Ο ανώτερος κλήρος χαριεντίζεται και συντρώγει με τα αφεντικά, δίδοντας άφεση αμαρτιών στις μισανθρωπίες τους. Αρέσκεται στην πολυτέλεια και την επίδειξη, μαστίζεται από το πάθος της φιλοδοξίας και της επιβολής. Ασπάζεται κι ενισχύει τις αδελφοκτόνες εθνικιστικές ιδεολογίες, τις τόσο ασύμβατες προς την οικουμενική συμφιλίωση, την οποίαν απεργάζεται το ευαγγελικό μήνυμα. Ως επί το πλείστον, αδιαφορεί για τις συμφορές των μεταναστών και το δράμα των ανέργων. Εθελοτυφλεί ενώπιον της άνευ προηγουμένου περιβαλλοντικής καταστροφής, που προκύπτει από την καπιταλιστική απληστία και την κατασπατάληση των πόρων του πλανήτη και αποτελεί ξεκάθαρη ύβρη προς το Δημιουργό.

Συμπέρασμα: η αρχική υπόσχεση του χριστιανισμού για ολοσχερή μεταμόρφωση της ανθρώπινης κατάστασης ξεχάστηκε, όσον αφορά στο κοινωνικό όραμα, βυθιζόμενη στο πέλαγος των εκπτώσεων που επέβαλαν η εκκοσμίκευση και η εγκατάλειψη της εσχατολογικής ελπίδας ως ζωντανού βιώματος. Όμως, η αποτυχία του κοινωνικού οράματος μαρτυρεί, πάνω απ’ όλα, τον διαμέσου των αιώνων μαρασμό της επίδρασης του εκκλησιαστικού κηρύγματος στους ανθρώπους και την εκδίωξη του Χριστού από τις ζωές τους.

Εντούτοις, ο εκκλησιαστικός τρόπος υπάρξεως εξακολουθεί να είναι, και σήμερα, η μοναδική γνήσια ατραπός εξόδου από τον κλοιό της διαίρεσης και της φθοράς. Διότι η κοινωνική αναμόρφωση που απεργάζεται ο χριστιανισμός αρθρώνεται στο στέρεο έδαφος της αποκεκαλυμμένης αλήθειας, σε αντίθεση με τις ουτοπίες της πολιτικής φιλοσοφίας, και θεμελιώνεται στην ελευθερία των προσώπων κι όχι στην αντικειμενική αναγκαιότητα (βλέπε μαρξισμός).

Γιώργος Κρανιδιώτης

Πηγή: http://www.methexi.gr/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

αν δεν γινουμε χωρίς να κρατάμε ένα μέρος της καρδιάς για εμάς και αν δεν την δώσουμε όλόκληρη στοξν Κύριο...δεν θα γίνουμε ποτέ πραγματικά παιδία του Χριστού τότε δεν ξέρω αν εχουμε καμμία σχέση με χριστιανούς!αν κράτάμε κάτι για τον εαυτό μας το οποίο μας εγκλωβίζει στο εγώ μας, δεν κοινωνούμε πραγματικά την θεωμένη και αναστημένη΄σάρκα και το αίμα' του Χριστού μας...δεν γινόμαστε ευρύχωροι για να δεχθούμε τον κόσμον άπαντα στις καρδιές μας...ας ανοίξουμε τις καρδιές μας στον Χριστό μας!
Priestmonk Ier. L.